Η Συριανή ποιήτρια Λουκρητία Δούναβη μιλάει στην «Κοινή Γνώμη» για το έργο της, το πρόβλημα υγείας και την πηγή της δύναμής της

«Την Άνω Σύρα την πονάω, την Ερμούπολη την αγαπάω»

Όταν σε πλημμυρίζει ένα διάχυτο «φως» που δεν προέρχεται ούτε από τον ήλιο, ούτε από κάποιον δυνατό προβολέα, αλλά κατευθείαν από την «ψυχή» του ανθρώπου που έχεις απέναντί σου, είναι ευλογία.

Όταν σου δίνεται η ευκαιρία να συναντήσεις τέτοιες «φωτισμένες» προσωπικότητες, που ακτινοβολούν από τον τρόπο που θα κρατήσουν το τσιγάρο και θα σε κοιτάξουν στα μάτια, μέχρι τον τρόπο που θα σου μιλήσουν για την καθημερινότητα, τον τόπο τους, τα σκληρά «παιχνίδια» της ζωής και το «φάρμακο» της δημιουργίας, τότε είσαι τυχερός.

Η κ. Λουκρητία Δούναβη, πέρα από «φωτισμένο» πνεύμα της Σύρου, που ενισχύει με το ποιητικό έργο της την πολιτιστική ταυτότητα του νησιού, είναι κι ένας άνθρωπος που έμαθε με τα χρόνια να αντιμετωπίζει το «σκοτάδι» ως πρόκληση και κίνητρο συνεχούς αυτοπροσδιορισμού, προσπάθειας και πάλης με τα «θηρία» του μυαλού και του σώματος.

Σε συνέντευξή της στην «Κοινή Γνώμη» η Συριανή ποιήτρια μιλάει για το καινούριο βιβλίο της, το πρόβλημα υγείας που αντιμετωπίζει τα τελευταία 20 χρόνια, τα δύσκολα χρόνια της κατάθλιψης, αλλά και την πηγή, από την οποία αντλεί δύναμη για να συνεχίσει το ταξίδι της στη ζωή και την τέχνη.

Πρόσφατα παρουσιάσατε το νέο βιβλίο σας με τίτλο «Ταξίδι ασυνόδευτο» στην αυλή της Μονής των Αδελφών του Ελέους.

«Είμαι πολύ ευχαριστημένη, γιατί στην εκδήλωση είδα τον κόσμο να εισπράττει την αγωνία που ένιωσα στο ταξίδι των 20 τελευταίων χρόνων. Δεν σας κρύβω τον αρχικό δισταγμό μου για την κυκλοφορία του συγκεκριμένου βιβλίου, γιατί είναι κατά κάποιον τρόπο εξομολογητικό. Έκανα πολλές αφαιρέσεις σε κείμενά μου, γιατί δεν μπορώ το παραπάνω. Δεν πάω ποτέ να γράψω ένα μεγάλο βιβλίο, δεν με ενδιαφέρουν οι πολλές σελίδες. Και είδα με συγκίνηση ότι ο κόσμος δέχτηκε αυτή την εκδήλωση. Οι συντελεστές ήταν όλοι εξαιρετικοί, ειδικά ο Θάνος Θραψιάδης, που είχε τον συντονισμό, ο φίλος μου ο Γιώργος Βιδάλης από την Τήνο και η Νένα Μεντή. Φυσικά, όλη αυτή η ομορφιά συντελέστηκε και με το τραγούδι της Αγγελικής Κοκκίνη, την οποία γνώρισα λίγες ημέρες πριν σε μία επίσης ποιητική εκδήλωση. Μου άρεσε πολύ και είδα πόσο θα ταίριαζε με το δικό μου βιβλίο».

Όταν ακούει κανείς «ταξίδι ασυνόδευτο», αυτόματα το ερμηνεύει ως ένα ταξίδι μοναχικό.

«Ήταν μοναχικό. Ξεκίνησα το ταξίδι αυτό εγώ και η πάθησή μου. Κανείς δεν μπορεί να καταλάβει τις μεταπτώσεις που έχει ένα σώμα που πάσχει κρυφά. Διαπιστώθηκε πριν 20 χρόνια. Τελικά όποιος πάσχει από κάτι, εκτός από την πάθηση έχει και μια πάθηση στο μυαλό. Πώς θα ανταπεξέλθει, πώς θα προχωρήσει, πώς θα κάνει τους βηματισμούς του και πώς θα βρει χαρές στη ζωή του να μην έχουν σχέση με την πάθησή του, αλλά με το μυαλό του. Να κάνει μια έρευνα, να χτίσει ξανά τον εαυτό του. Και σ’ αυτό με βοήθησε πάρα πολύ ένα μικρό βιβλίο του Δημόκριτου. Το έχω πια ως μότο: «η γενναιότητα κάνει τις οδύνες μικρές». Είναι αυτά που πίστευα και οι άλλοι θεωρούσαν παράλογα. Ότι έχω δίκιο σε πάρα πολλά πράγματα περί χρημάτων, φιλίας, ζωής και θανάτου, το ανακάλυψα μέσα από αυτό το βιβλίο».

Στο ταξίδι αυτό υπήρξαν συμπαραστάτες;

«Συμπαραστάτης για μένα ήταν αυτός που καταλάβαινε την ψυχή μου. Εάν κάποιος καταλάβει την ψυχή σου, θα καταλάβει και το σώμα σου. Ο εαυτός μας παίζει τον πρώτο ρόλο στα πάντα. Πέρασα μεγάλη κατάθλιψη και ήμουν πάρα πολύ οργισμένη, χωρίς να ξέρω από τι προέρχεται. Από την υποτροπή φάνηκε τι έχω ακριβώς. Ήταν ο εγκέφαλός μου σε κακή κατάσταση. Δεν είχα άμυνα και την απέκτησα, όταν γνώρισα. Το λέω πάντα «όταν γνωρίζω, παλεύω, όταν δε γνωρίζω, πνίγομαι». Θέλω να ξέρω τι έχω. Κι από κει ξεκινάει, να ξέρω την αλήθεια. Απορώ με ορισμένους ανθρώπους που υποφέρουν και δεν πηγαίνουν να μάθουν γιατί υποφέρουν».

Όλη αυτή την περίοδο, τι ρόλο έπαιξε στη ζωή σας η δημιουργία;

«Ήταν το πρώτο φάρμακο, αυτή και οι φιλίες, οι ουσιαστικές. Είμαι πολύ τυχερή που έχω φίλους με τους οποίους επικοινωνούμε. Οι καλοί φίλοι είναι σαν τα συγκοινωνούντα δοχεία. Λέει ο ένας και αντιλαμβάνεται ακριβώς ο άλλος αυτό που εννοείς. Νιώθω φίλους και ορισμένους ανθρώπους με τους οποίους δε μιλάω συχνά. Η συχνή επαφή δε σημαίνει απαραίτητα και πραγματική φιλία. Κάποτε μετρούσα τους φίλους μου στα δάχτυλα του ενός χεριού κι όμως, στην παρουσίαση του βιβλίου ένιωσα ότι είχα τόσους φίλους όσα τα κυματάκια στο Αιγαίο».

Πολλοί δημιουργοί προκαλούν τη συγκίνηση, χρησιμοποιώντας τεχνάσματα και βαρύγδουπο λόγο. Ωστόσο, εσείς το πετυχαίνετε με έναν λόγο κοφτό και χωρίς συναισθηματικά «φτιασίδια».

«Φτιασίδια δεν έκανα ποτέ μου, είτε στα γράμματα, είτε στον εαυτό μου. Έχω αποδεχτεί την ηλικία μου, τη δυσκινησία μου, είμαι ευχαριστημένη γι’ αυτά που έχω και χαίρομαι γι’ αυτές τις ανέξοδες χαρές στη ζωή, ακόμα και στην εκδήλωση όταν βγήκε το κόκκινο φεγγάρι, πιστεύω πως ένιωσαν όλοι αυτή την ομορφιά στην ψυχή τους. Βέβαια ως άνθρωπος, είμαι κάπως αυστηρή. Είναι ορισμένα πράγματα που λέω «για δες!!!». Γελώ με τις γυναίκες κάποιας ηλικίας που προσπαθούν με τα φτιασίδια, να φανούν πιο νέες. Όσο μεγαλώνει ο άνθρωπος πρέπει να αφαιρεί τα περιττά. Να συμμαζεύεται και να ψάχνει ουσιώδη. Η νιότη πάει με κουπιά. Και τώρα και αύριο και μεθαύριο… Οι κάποιοι ηλικίας άνθρωποι πάνε με καταμαράν. Ούτε συνειδητοποιώ πλέον τα χρόνια που περνάνε, λέω «Κιόλας; Καλά εγώ, έζησα τόσα χρόνια»; Γι’ αυτό διακωμωδώ και τον θάνατο στους μεγάλους.

Ο Μάνος Ελευθερίου και εσείς έχετε περάσει στη συνείδηση του κόσμου ως δύο άνθρωποι που αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι του Συριανού πνεύματος. Εσείς με ποιους ακόμα δημιουργούς συνδέεται τον τόπο μας;

«Πρώτα από όλα αυτά είναι τιμητικό να σε βάζει κανείς δίπλα στον Μάνο Ελευθερίου. Και τι δεν έχει γράψει αυτός ο άνθρωπος. Δεν μπορώ να σταθώ δίπλα του. Νιώθω πολλή συστολή. Τον Μάνο Ελευθερίου πάντα τον αγαπούσα, τον εκτιμούσα και πλέον είμαστε φίλοι. Πριν 40 χρόνια, όταν έφευγα από το νησί για να πάω στην Αθήνα, κάποιος μου έφερε ένα βιβλίο. Ήταν του Μάνου Ελευθερίου και τότε δεν ήξερα ότι είναι Συριανός. Τα τραγούδια του τα λάτρεψα. Αυτούς με τους οποίους συνδέω τον τόπο μου, είναι δύο άνθρωποι που έφυγαν πρόσφατα από τη ζωή. Ο φιλόσοφος και φίλος Ευάγγελος Ρούσσος – με τον Μάνο τον αποκαλούμε «δάσκαλο». Αυτός κι αν ήταν που συνόδευσε το ταξίδι μου με τη φιλοσοφία του. Κι έπειτα, την αδελφή του Μάνου, Αγγελική Ελευθερίου η οποία είχε γράψει εξαιρετικά ποιήματα».

Τι θέση κατέχει στην καρδιά σας η Ερμούπολη;

«Η Ερμούπολη είναι ένα όνομα και ιστορία, αλλά εγώ μαζί με την Ερμούπολη που αγαπώ εξαιρετικά θα πω και για την Άνω Σύρο, γιατί εκεί γεννήθηκα. Η ζωή στην Άνω Σύρα ήταν ξεχωριστή, την έχω μέσα μου, ήταν ιδιαίτερη, μοναδική παρ’ όλη τη σκλαβιά της. Αλλά σκλαβιά υπήρχε τότε και στην Ερμούπολη για πολλούς και διαφόρους λόγους. Την Άνω Σύρα την πονάω, την Ερμούπολη την αγαπάω. Την αγαπάω γιατί πέρασα τη νιότη μου, γέννησα τα παιδιά μου, έκανα οικογένεια εδώ, αγάπησα τις ομορφιές της, τις έζησα περισσότερα χρόνια από την Άνω Σύρο. Αλλά η Άνω Σύρα είναι η γέννα μου, είναι ο τόπος που άνοιξα τα μάτια μου, ο τόπος που είχα τις πρώτες εικόνες, γι’ αυτό και τα βιώματά μου αυτά δεν σβήνουν, δεν εξαφανίζονται, δεν εξανεμίζονται. Και απορώ πώς ορισμένοι άνθρωποι που φτάνουν κάπου, δεν μιλούν για τον τόπο που γεννήθηκαν. Η Άνω Σύρα είναι μια πατρίδα μέσα στην πατρίδα μου. Αλλά στην Ερμούπολη έχω ζήσει τα περισσότερα χρόνια μου».

Η Σύρος έχει χαρακτηριστεί πολλές φορές ως το νησί του πολιτισμού. Ποια είναι η δική σας γνώμη;

«Πολιτισμός δεν είναι μόνο οι ωραίες εκδηλώσεις, αλλά και η συμπεριφορά των κατοίκων στον τόπο τους. Οι σταθμευμένες μηχανές μπροστά από το άγαλμα του Μιαούλη που σε εμποδίζουν να ανέβεις στην πλατεία, τα αποτσίγαρα και τα σκουπίδια σε δημόσιους και ιδιωτικούς χώρους δεν είναι πολιτισμός. Πρέπει να αγαπάμε και να σεβόμαστε τον τόπο μας».