Της Μαρίας Ρώτα

ΠΑΝΑΓΙΑ Η ΠΙΣΚΟΠΙΑΝΗ ή ΕΠΙΣΚΟΠΙΑΝΗ

  • Πέμπτη, 8 Αυγούστου, 2019 - 06:22

Όσοι άνθρωποι, όσοι χριστιανοί έχουν επισκεφθεί, έχουν γνωρίσει τον ναό της Παναγίας στο Πισκοπειό, αρχικά πιστεύουν ότι είναι ένας μικρός βυζαντινός ναός. Θυμίζει πραγματικά την αρχιτεκτονική των βυζαντινών χρόνων.

Η εκκλησία ανήκει στο ρωμαιοκαθολικό δόγμα και βρίσκεται στην υψηλή πλαγιά, σε μικρή απόσταση δυτικά της Ερμούπολης. Είναι γνωστή ως Παναγιά Πισκοπιανή ή απλά η .... Επισκοπή. Σύμφωνα με γραπτά κείμενα ιστορικών. Ο μικρός αυτός ναός ήταν βυζαντινού τύπου έως το 1207 και μετά λατινικού. Η ονομασία “Παναγιά Πισκοπιανή” υποδηλώνει το συσχετισμό της τοποθεσίας με την Καθολική Επισκοπή Σύρου.

Στο θαυμάσιο αυτό βουνό που το υπέδαφος του είχε και έχει; Πλούτο νερού, οφείλεται το ότι ένας Καθολικός επίσκοπος, πριν από τον Νικόλαο Ντελιβόγια, αποφάσισε να χτίσει το θερινό του σπίτι στην περιοχή και να ονομαστεί μετά Επισκοπειό ή Πισκοπειό. Βέβαια δεν έδωσε ο ίδιος το όνομα. Όπως ονομαζόταν το παλάτι του Επισκόπου, πήρε την ονομασία Πισκοπιό η περιοχή.

Όπως έχουν γράψει οι ειδικοί, αυτός ο χώρος του Πισκοπειού δεν κινδύνευε από τους πειρατές γιατί απέφευγαν να ανέβουν ψηλά στα βουνά επειδή κινδύνευαν να τους επιτεθούν οι κάτοικοι. Στόχος τους ήταν να πλησιάζουν μικρές πολιτειούλες και χωριά που ήταν κοντά στη θάλασσα αρπάζοντας, κλέβοντας ότι έβρισκαν και σκοτώνοντας ανθρώπους.

Όσοι έχουμε επισκεφθεί τα κυκλαδονήσια, γνωρίζουμε... ότι πάνω ψηλά σε κάποιο βουνό ή κάποιο βράχο είναι χτισμένη η μικρή πολιτεία του κάθε νησιού. Φρόντιζαν την αποφυγή των πειρατών. Έτσι και το ανοχύρωτο Πισκοπειό, αναγκάστηκαν αργότερα να εγκαταλείψουν οι καταταλαιπωρημένοι από τους πειρατές Συριανοί, ζητώντας καταφύγιο στο Απανωσυριανό Κάστρο με τους ψηλούς τοίχους της εξωτερικής περιφέρειας και τις επτά πορτάρες που άνοιγαν το πρωί και έκλειναν όταν χτυπούσε η καμπάνα πριν σκοτεινιάσει. Ψηλά στο Κάστρο οι Απανωσυριανοί δεν ξέχασαν ποτέ την “Πρωτόθρονη” όπως την έλεγαν “Παναγιά” του Πισκοπειού. Ήταν άλλωστε ο πρώτος μητροπολιτικός ναός τους.

Κάθε Σάββατο, έγραφε το 1652, ο Καπουτσίνος π. Θωμάς, οι χωρικοί άναβαν το καντήλι της Παναγιάς. Τον Δεκαπενταύγουστο, στη γιορτή της, πλήθος πιστών πήγαινε στο Ναό. Τον Δεκαπενταύγουστο του 1728 συγκεντρώθηκε στον ναό της πλήθος ευσεβών ανθρώπων ικετεύοντας την Παναγία να σταματήσει το θανατικό που είχε στείλει στον τάφο πολλούς ανθρώπους. Η Παναγιά τους άκουσε και το κακό σταμάτησε. Από ευγνωμοσύνη οι Συριανοί επισκεύασαν το ναΐδριό της, δίνοντας τη σημερινή του μορφή, ευχαριστώντας την Παναγία όσοι σώθηκαν από την ασθένεια πανώλη.

Ένας αγαπητός θεομητορικός ύμνος: “Ενθυμήσου, Παναγία, πως ποτέ ψυχή καμία, εις Εσένα θαρρεμένη δεν ηρέθηκε χαμένη. Ενθυμήσου και μένα, που θαρρεύομαι σε Σένα”.

Το ναΐδριο της Παναγίας της Επισκοπιανής στο πρωτότυπο λατινικό κείμενο γράφεται ως “LA MADONNA DELLA PISCOPIA”.

Η αρχιτεκτονική του ναού της Παναγίας

Αναφορά στην αρχιτεκτονική του μνημείου γίνεται και παρουσιάστηκε από τα κείμενα του Ανδρέα Δρακάκη και του Μάρκου Ρούσσου – Μηλιδώνη. Ο ηγούμενος των Καπουτσίνων της Χίου Βερνάρδος, επισκέφθηκε τη Σύρο τον Αύγουστο του 1652 με εντολή του Πάπα Ιννοκέντιου και σε ένα από τα κείμενά του γράφει: “Πριν αναχωρήσω επισκέφθηκα την Παναγία της Επισκοπής, η οποία απέχει από το Κάστρο, (την Άνω Σύρο) περί τα 4 μίλια. Έχει τρία κλίτη που καλύπτονται με θόλους, από τους οποίους ένας έχει καταρρεύσει και καλύπτεται με ξύλα. Στο κέντρο του ναϊδρίου υψώνεται ο τρούλλος από τον οποίον εισέρχεται άφθονο φως. Στηρίζεται πάνω σε 4 πεσσούς που χωρίζουν τα κλίτη και φέρουν τα τόξα. Το σχεδόν στρογγυλό κτίριο, έχει μήκος 24 πήχεις και πλάτος 28. Στο βάθος του κεντρικού κλίτους βρίσκεται το ιερό, πλάτους δύο και ύψους τριών πήχεων. Γύρω από το ιερό έχει κατασκευαστεί πέτρινο κάθισμα (για τον επίσκοπο και τους ιερείς όταν ψάλλουν την ακολουθία...”.

Αν και το ναΐδριο απέχει αρκετά από τον οικισμό, κάθε Σάββατο το επισκέπτεται ο επίτροπος για να ανάψει το καντήλι στην εικόνα της Παναγίας”.

Είναι γνωστό ότι επισκευή του ναού έγινε τον Μάιο του 1728 και όλοι οι πιστοί προσευχήθηκαν στην Παναγία να τους σώσει από την επιδημία πανώλης.

Ο τρούλλος του ναού έχει σχήμα τετράγωνο με στρογγυλεμένες γωνίες και τέσσερα τοξωτά παράθυρα μικρών διαστάσεων. Κάτω ο ναός έχει τρία παράθυρα με ένα ευθύγραμμο ανώφλι πάνω από το άνοιγμα του παραθύρου. Όπως αναφέρεται από τον Κλήμη Ασλανίδη το 1652 ένας από τους θόλους του ναού είχε καταρρεύσει και αντικαταστάθηκε από ξύλινη στέγη.

Οι επιγραφές στο δάπεδο του ναού.

Μέσα στο δάπεδο του ναού υπάρχουν 5 επιτύμβιες επιγραφές, χαραγμένες στην ιταλική γλώσσα και καλύπτουν τον χώρο προ του ιερού. Μνημονεύουν μέλη της οικογένειας Bottaro, ήταν γνωστή οικογένεια Ιταλών γιατρών που παραθέριζε σε ένα σπίτι κοντά στον ναό. Ο Ιωσήφ Bottaro είχε φήμη σπουδαίου γιατρού. Σε ηλικία μόλις 25 χρόνων ήρθε στην Ύδρα το 1821 καλεσμένος από τους αδελφούς Κουντουριώτη, για να φροντίσει τους τραυματίες από τις ελληνοτουρκικές μάχες. Από τον Κουντουριώτη ο Ιωσήφ Bottaro γνώρισε τη Σύρο και το 1824 εγκαταστάθηκε στην πόλη της Ερμούπολης που κατοικούσαν Χιώτες, Μικρασιάτες κ.α.

Όπως στην Ύδρα έτσι και στη Σύρο οι ιατρικές γνώσεις του Γενοβέζου ιατρού εκτιμήθηκαν τόσο ώστε όλοι κατέφευγαν σε αυτόν και αποκτούσε αρκετά χρήματα. Ήταν ευλαβής καθολικός, όπως και ο συμπατριώτης του Πέτρος CARBONE (Καρβώνης) κτήτορας του ναού Αγίου Πέτρου Ποσειδωνίας. Ο Bottaro πρόσφερε γενναιόδωρα χρήματα για την ανοικοδόμηση ναών και για τη συντήρηση της Παναγίας στο Πισκοπειό. Θέλησε να παραμείνει στο Πισκοπειό γιατί τα παιδιά του είχαν ανάγκη από καθαρό αέρα. 4 παιδιά του πέθαναν από φυματίωση σε εφηβική ηλικία. Τον Αιμίλιο, τον Μιχαήλ Άγγελο, τον Ιωσήφ και τη Ρόζα, μνημονεύουν οι 4 επιτύμβιες πλάκες που σκεπάζουν το κεντρικό κλίτος της Παναγίας. Ο ίδιος ο Ιωσήφ Guiseppe Bottaro έφυγε από τη ζωή στη Σύρο την 1 Μαρτίου 1881 στην ηλικία των 85 ετών. Ενταφιάστηκε σε μνήμα του Καθολικού Νεκροταφείου Ερμούπολης.

Μέσα στο δάπεδο του ναού της Παναγίας της Επισκοπιανής είναι απλά η επιγραφή του θανάτου του και είναι πλαισιωμένη από τις ταφόπλακες των 4 παιδιών του. Οι επιγραφές είναι στην Ιταλική γλώσσα....

Συνεχίζεται

Μαρία Ρώτα

Ετικέτες: