Του Γιώργου Ξανθάκη

Σινεπιλογές

  • Δευτέρα, 5 Μαρτίου, 2018 - 06:10

Να με φωνάζεις με τ’ όνομά σου /Call me by your name (2017) του Λούκα Γκουαντανίνο

Ο Λούκα Γκουαντανίνο είναι ένας από τους κορυφαίους κινηματογραφικούς στυλίστες της εποχής μας. Με επιρροές από Βισκόντι, Άιβορι, Αντονιόνι και Ντάγκλας Σερκ δίνει τεράστιο βάρος στην αισθητική της εικόνας συνθέτοντας κάδρα-πίνακες ζωγραφικής που σφραγίζονται για πάντα στη μνήμη χάρη στα βλέμματα, τις χειρονομίες ή τις κινήσεις του σώματος των ηθοποιών του.

Η φιλμογραφία του σκηνοθέτη

Ο Γκουαντανίνο έκανε το σκηνοθετικό του ντεμπούτο με την ταινία μεγάλου μήκους “The Protagonists” (1999) που απαθανατίζει ένα ιταλικό κινηματογραφικό συνεργείο που βρίσκεται στο Λονδίνο, ανασυνθέτοντας την πραγματική  δολοφονία ενός αγνώστου μετανάστη από δυο κυνικούς εφήβους που ήθελαν απλά να αποδείξουν ότι είχαν το θάρρος να το κάνουν.

Ακολούθησε το 2004 η “ Melissa P. /Το Ημερολόγιο μιας Έφηβης” με ηρωίδα μια μοναχική παραμελημένη από τους γονείς της και λυπημένη για το χαμό της αγαπημένης της γιαγιάς δεκατετράχρονη που βρίσκει διέξοδο σε ριψοκίνδυνες ερωτικές σχέσεις που καταγράφει με λεπτομέρειες στο ημερολόγιό της.

Το 2009 στο αριστουργηματικό «Είμαι ο Έρωτας» αφηγείται την πτώση μιας μεγαλοαστικής μιλανέζικης οικογένειας, δοσμένη μ' ένα οπερατικό, «βισκοντικό» στιλ και με την Τίλντα Σουίντον υπέροχη στο ρόλο μιας δυστυχισμένης Ρωσίδας, συζύγου ενός μεγαλοβιομήχανου.

Μετά το ντοκιμαντέρ Bertolucci on Bertolucci (2013) ο Γκουαντανίνο σκηνοθέτησε το φιλμ «Κάτω από τον ήλιο»(2015), ελεύθερη διασκευή στην ταινία του Ζακ Ντερέ «Η πισίνα» (1969). Θρίλερ, σάτιρα, ψυχολογικό δράμα αναμειγνύονται με ροκ αυθάδεια και ιταλική κομψότητα  σε ένα χαοτικό αλλά παράξενα γοητευτικό κινηματογραφικό υβρίδιο.

Το 2017 κλείνει την τριλογία του "Desire"  με την ερωτική αφύπνιση ενός καλλιεργημένου εφήβου στο ρομαντικό και αισθησιακό «Να με Φωνάζεις με τ' Όνομά σου.

Ένα απροσδόκητο ρομάντζο στο εκθαμβωτικό ιταλικό καλοκαίρι

Καλοκαίρι 1983. Βόρεια Ιταλία. Ο Elio Perlman (ένας έξοχος Timothée Chalamet), ένας 17χρονος Ιταλοαμερικανός, με εκλεπτυσμένο πνεύμα, περνάει τις μέρες του στην οικογενειακή βίλα του 17ου αιώνα παίζοντας κλασική μουσική και φλερτάροντας με τη φίλη του Marzia (Esther Garrel). Σαν ένας «μικρός πρίγκιπας»,ο Elio απολαμβάνει τη στενή σχέση με τον πατέρα του (Michael Stuhlbarg), έναν επιφανή καθηγητή αυθεντία στην ελληνορωμαϊκή κουλτούρα, και με τη μητέρα του Annella (Amira Casar), μία μεταφράστρια, που τον έχει αναθρέψει με υψηλή κουλτούρα σε ένα σκηνικό που σφύζει από ομορφιά.

Μια μέρα, ο Oliver (Armie Hammer), ένας γοητευτικός Αμερικανός ακαδημαϊκός που κάνει το διδακτορικό του, καταφθάνει στη βίλα για να κάνει την πρακτική του ως βοηθός του πατέρα του Elio. Μέσα στο ηλιόλουστο εκθαμβωτικό περιβάλλον, ο Elio και ο Oliver ανακαλύπτουν τη μεθυστική ομορφιά της έλξης που ξυπνάει και αλλάζει τις ζωές τους για πάντα.

Οι ταινίες του Γκουαντανίνο κρύβουν στον θεματικό τους πυρήνα την παγανιστική και  μετασχηματιστική δύναμη της φύσης. Την αναδεικνύουν ως παράγοντα που επινοεί τον τρόπο και επιτρέπει στον αληθινό εαυτό μας να λάμψει εμπνέοντας μας να ακολουθήσουμε τα κρυμμένα πάθη μας. Από την άγρια φύση, τους ανεμοδαρμένους λόφους του «Είμαι ο Έρωτας»  μέχρι την κομψή πισίνα του «Κάτω από τον ήλιο» ο Guadagnino απεικονίζει το φυσικό περιβάλλον σαν ζωντανό χαρακτήρα που καθοδηγεί την ιστορία, τροφοδοτώντας τα πρωτογενή ένστικτα του έρωτα, της ελευθερίας και του παιχνιδιού.

Όμως ποτέ δεν έχει γίνει αυτό σε τέτοιο βαθμό όπως στο « Να με φωνάζεις με τ’ όνομά σου», ένα ερωτικό δράμα για την χαραυγή του πρώτου έρωτα ανάμεσα στους ζεστούς, ηλιόλουστους ουρανούς, τις υγρές αύρες και τους γοητευτικούς δρόμους της βόρειας Ιταλίας. Το φιλμ είναι βουτηγμένο στη μαγεία των απαλών ιταλικών τοπίων όπως η Κρέμα, το Μπέργκαμο, το Μοντοντίνε και άλλες περιοχές της ιταλικής Λομβαρδίας, με τις πεδιάδες, τα δέντρα και τα ποτάμια, να έχουν μια σπάνια φινέτσα και τρυφερότητα.

Ο Γκουαντανίνο σκηνοθετεί με ραθυμία, νωχελικότητα και αισθησιασμό τον γαλήνιο τόπο και τους ανθρώπους μέσα του, γοητευτικούς, καλλιεργημένους, με ένα διακριτικό τόνο εστετισμού. Πολλές σκηνές της ταινίας έχουν τη χαλαρότητα της θερινής ξεκούρασης στην εξοχή, πολλές γλώσσες μιλιούνται από μια αγαπημένη οικογένεια που επιδίδεται σε στοργικά λεκτικά πειράγματα, ανάμεσα σε φρέσκα γεύματα και διανοητικές συζητήσεις.

Ένα λαμπρό ποπ τραγούδι, το "Love My Way" των Psychedelic Furs, απλώνει μια αχλή ευφορίας από τα ραδιόφωνα αλλά και στην πίστα χορού της θερινής ντισκοτέκ. Και οι συζητήσεις για  την ιστορία της τέχνης της κλασικής μουσικής συναγωνίζονται σε χρόνο πιο γήινες απολαύσεις όπως οι βόλτες με ποδήλατο, το κολύμπι, οι διασκεδάσεις.

Μέσα σε αυτόν τον κήπο των αισθησιακών απολαύσεων, ένα απροσδόκητο ρομάντζο ανθίζει ανάμεσα σε δύο νέους άνδρες που αρχικά φαίνονται τελείως διαφορετικοί και ασύμβατοι. Ο Γκουαντανίνο είναι μαέστρος στο να αντιληφθεί και να καταγράψει τη σημασία των βλεμμάτων που υποκλέπτονται. Βλέμματα και εκφράσεις που κρύβουν τη συναισθηματική περιπλοκότητα που υποβόσκει.

Όμως οι μέρες του καλοκαιριού κάποτε τελειώνουν  και η μελαγχολία του φθινοπώρου ρίχνει τον μανδύα της. Ο πόνος της απώλειας λυγίζει το ισχνό κορμί του Elio. Ωστόσο, ο πάντα εξαιρετικός Stuhlbarg, τρυφερός ,θερμός και ανοιχτόμυαλος πατέρας, προσπαθεί να απαλύνει κάπως τον πόνο του γιου του, προσφέροντας του την χωρίς όρους αγάπη και υποστήριξή του :«Αν είσαι αρκετά τυχερός να νιώσεις κάτι βαθύ, ακόμα κι αν πονάει, μην το διώξεις μακριά …Είναι απώλεια να νιώσεις κάτι όμορφο και μετά να προσπαθήσεις να προσποιηθείς ότι δεν συνέβη». Ένας πανέμορφος μονόλογος για το προσωρινό και το αιώνιο, αυτό που έρχεται και αυτό που φεύγει, την ένταση της φευγαλέας στιγμής και την διάψευση της, όλα με γαλήνια, φιλοσοφική, αλλά τόσο σπαραχτική οπτική.

Ο Γκουαντανίνο κεντάει ένα σπάνιας ευαισθησίας, αλήθειας κι ομορφιάς κομψοτέχνημα με υπέροχες εικόνες, αργό μαγευτικό tempo, ρεμβασμό και ωδή στον παλμό της ανυποχώρητης αλλά αδιέξοδης έλξης. Aποδέχεται τη μοίρα, την θρηνεί μαζί με τον ευάλωτο έφηβο αλλά αντίρροπα υμνεί την λυρική έκφραση του έρωτα και το κατακτημένο βίωμα. Η κινηματογραφική του αισθητική είναι εξαίρετη, έτσι όπως συνδυάζεται με την ευαίσθητη  μουσική του Σούφγιαν Στίβενς και την υπνωτιστικά όμορφη φωτογραφία του Σαγιομπού Μουκντιπρόμ. Το φιλμ τρυφερό, γλυκό και αλμυρό, καίει σαν τις πυρακτωμένες ακτίνες του καλοκαιρινού μεσημεριού και ατενίζει ήρεμα το αξεδιάλυτο υπαρξιακό μυστήριο: γιατί να ερωτευόμαστε το «αδύνατο»;

Ετικέτες: 

Διαβάστε ακόμα