Συνέντευξη του Συριανού μουσικού Γιώργου Στεφάνου στην "Κοινή Γνώμη"

"Σύμμαχός μου στη ζωή, το ακορντεόν"

Τα δύσκολα χρόνια της επιβίωσης, η επαγγελματική καταξίωση και η αγάπη του κόσμου από το 1962 μέχρι σήμερα

Αν και δεν του δόθηκε ποτέ η ευκαιρία να δει το φως της ημέρας, να αντικρίσει τους αγαπημένους του ανθρώπους και να θαυμάσει τις ομορφιές της πατρίδας του, ο κ. Γιώργος Στεφάνου κατάφερε να “κλείσει το μάτι” στη ζωή, να διοχετεύσει τη δημιουργική του δύναμη στο ακορντεόν και να ακολουθήσει μία λαμπρή πορεία, αποδεικνύοντας ότι τίποτα δεν μπορεί να σταθεί εμπόδιο στα όνειρά μας.

Η αγάπη του για τη μουσική αποτέλεσε τον μεγαλύτερο σύμμαχό του στη ζωή. Παρόλο που έπρεπε να συμβιβαστεί στην ιδέα ότι θα πρέπει να επιβιώσει με μία αίσθηση λιγότερο, δεν έχασε ποτέ τις ελπίδες του. Η ακοή ήταν πάντοτε το δυνατό του “σημείο”. Από την ηλικία των οχτώ χρόνων είχε ήδη εκπαιδευμένο μουσικό “αυτί” το οποίο τον βοήθησε περισσότερο να εντρυφήσει σε αυτή την τέχνη.

Ζωή σαν παλιό “σινεμά”

“Εκείνα τα χρόνια, οι γονείς μας έφερναν στα σπίτια φίλους τους οργανοπαίκτες, με τους οποίους έστηναν μικρά γλέντια. Κάποτε ήρθε και ένας μουσικός που έπαιζε αρμόνικα. Όταν άκουσα τον ήχο του, μαγεύτηκα και ζήτησα κλαίγοντας από τη μητέρα μου να μου αγοράσει ένα”, περιγράφει ο κ. Στεφάνου στην “Κοινή Γνώμη”. Σημειώνει μάλιστα ότι παρά τις οικονομικές δυσκολίες της οικογένειάς του, κατάφερα να αποκτήσει το δικό του 32αρι ακορντεόν για να κάνει τα πρώτα του μουσικά “βήματα”. “Δεν είχα χρήματα να το αγοράσω και με βοήθησε ο κόσμος να το πάρω. Δεν ντρέπομαι να το πω. Μου αρέσει να έχω πάντα το κεφάλι μου κάτω και να λέω τα πράγματα με το όνομά τους”, υπογραμμίζει.

Ο ίδιος φοίτησε σε ειδικό κέντρο εκπαίδευσης τυφλών στην Καλλιθέα, όπου έμαθε να διαβάζει νότες και να παίζει κάποιες μελωδίες. Όπως υπογραμμίζει, η ενασχόλησή του με τη μουσική ήταν μία διέξοδος από τα προβλήματα που αντιμετώπιζε και κυρίως μία λύση ανάγκης, καθώς σε ηλικία 15 ετών έγινε καλλιτέχνης του δρόμου, προκειμένου να εξασφαλίζει τα προς το ζην τόσο για την ίδιο, όσο και για την οικογένειά του. “Μου άρεσε πάντα η λαϊκή μουσική και τα παραδοσιακά. Τα ακούσματά μου κυμαίνονταν από Καζαντζίδη και Αγγελόπουλο, μέχρι Λάζαρο Κουλαξίδη, τον οποίο αρχικά προσπάθησα να μιμηθώ. Σύντομα όμως το απέβαλα και απέκτησα το δικό μου στυλ” αναφέρει χαρακτηριστικά.

Ένας κύκλος κλείνει, ένας άλλο ανοίγει

Τρία χρόνια αργότερα τον ανακάλυψε ο γνωστός τραγουδιστής Απόστολος Νικολαϊδης, ο οποίος αναγνώρισε το ταλέντο του και τον πήρε μαζί του στο Πέραμα, στο νυχτερινό κέντρο όπου εμφανιζόταν. Από τότε, άρχισε να εδραιώνεται μουσικά και να συνεργάζεται με καταξιωμένους τραγουδιστές, όπως ο Πάνος Γαβαλάς, ο Μιχάλης Μενιδιάτης, ο Τάσος Χαλκιάς και πολλοί άλλοι. “Όλοι τους ήταν απλοί άνθρωποι και με πρόσεχαν ιδιαίτερα” θυμάται με νοσταλγία.

Η καριέρα του στην Αθήνα ολοκληρώθηκε το 1979, όπου πήρε την απόφαση να επιστρέψει στη γενέτειρά του, την οποία αγαπά και στηρίζει μέσα από τη δουλειά του μέχρι και σήμερα. “Ήταν η περίοδος όπου στην Αθήνα άρχιζαν να κυριαρχούν άλλες νοοτροπίες. Έτσι, γύρισα στη Σύρο και βρήκα την ησυχία μου. Στην αρχή υπήρχαν κάποιες δυσκολίες, γιατί είχα συνηθίσει να εργάζομαι με καλά μουσικά όργανα, όμως με τον καιρό τα πράγματα εξελίσσονταν”, τονίζει.

Μεγάλη η αγάπη της Συριανής κοινωνίας

Παράλληλα, δεν κρύβει τη συγκίνησή του για την αγάπη που του δείχνει η συριανή κοινωνία, η οποία μέχρι και σήμερα σπεύδει να τον απολαύσει και να τον χειροκροτήσει. “Με αναγνωρίζουν και αυτό με γεμίζει περισσή χαρά”, σημειώνει. Ωστόσο κρίνει ότι την ίδια στήριξη θα πρέπει να έχουν και οι νέοι καλλιτέχνες, οι οποίες αποφασίζουν να ασχοληθούν με τη μουσική. “Δεν κατάλαβα ποτέ γιατί η Σύρος καλεί ξένα όργανα στις εκδηλώσεις της. Έχουμε νέα παιδιά που μπορούν να πλαισιώσουν μουσικά ένα πανηγύρι. Δεν χρειάζεται να φέρνουμε από τα άλλα νησιά”.

Ως ένα από τα πρώτα μέλη της “Ομάδας Ακορντεονιστών Σύρου” ο κ. Στεφάνου απευθύνει ιδιαίτερες ευχαριστίες στην εμπνεύστρια και “ψυχή” της ομάδας Ελπίδα Ρηγούτσου, τόσο για την εμπιστοσύνη που δείχνει στον ίδιο, όσο και για τη φιλότιμη προσπάθεια που καταβάλει για την ανάδειξη του μοναδικού αυτού μουσικού οργάνου.

Παρόλο που πολλοί το έχουν περιθωριοποιήσει, χαρακτηρίζοντάς το όργανο των τυφλών και των αθίγγανων”, ο ίδιος εξηγεί ότι δεν βίωσε ποτέ την περιφρόνηση του κόσμου. “Από την αρχή που έπαιζα στο δρόμο, επειδή είχα μια τάση να παίζω Στέλιο Καζαντζίδη, είχα ένα φαρδύ πεζοδρόμιο, το οποίο ήταν συνέχεια γεμάτο. Ο κόσμος από την αρχή με είχε περιβάλει με στοργή”, επισημαίνει. Ωστόσο αναγνωρίζει ότι οι εποχές έχουν αλλάξει και πλέον οι άνθρωποι δεν έχουν την ίδια υπομονή να ακούσουν, να δώσουν σημασία σε κάτι καινούριο και να το “αγκαλιάσουν” στον ίδιο βαθμό που το έκαναν τα παλαιότερα χρόνια.

“Δε λύγισα ποτέ”

Όπως μαρτυρά, ουδέποτε ένιωσε να λυγίζει μπροστά στο προσωπικό του πρόβλημα. “Όταν ήμουν 15 χρονών επισκέφτηκα την Παναγία της Τήνου και κατάλαβα ότι υπάρχουν σοβαρότερα περιστατικά από μένα. Τότε, άντλησα δύναμη και είπα ότι “εγώ δεν έχω τίποτα”. Θα δουλέψω για να επιβιώσω και να ζήσω την οικογένειά μου”, υπογραμμίζει.

Κρίνει δε, ότι για τον ίδιο ήταν πιο εύκολο να μάθει σε αυτό τη ζωή, συγκριτικά με κάποιον ο οποίος χάνει ξαφνικά το φως του. “Αυτός ο άνθρωπος θα πρέπει να έχει τεράστιες δυνάμεις για να αντιμετωπίσει το πρόβλημά του. Εγώ έχω μάθει και ζω με το δικό μου. Καταλαβαίνω το ποδόσφαιρο, τον καιρό, τα πάντα. Πολλοί λένε ότι υπάρχει και μια έκτη αίσθηση. Δεν ξέρω αν αληθεύει ή είναι κάτι που υποστηρίζει ο λαός μας”, προσθέτει.

“Είμαι αυστηρός κριτής στη μουσική”

Αναφέρει επιπλέον, ότι λόγω της κατάστασής του, ο ίδιος είναι πολλές φορές πιο αυστηρός κριτής στη μουσική σε σχέση με συναδέλφους του, οι οποίοι πέρα από τη φωνή, μπορούν να κρίνουν εξίσου την εμφάνιση και τη σκηνική παρουσία ενός καλλιτέχνη. “Αυτή τη δυνατότητα την έχουν οι βλέποντες. Εμείς κοιτάμε να κάνουμε τη δουλειά μας και αφοσιωνόμαστε περισσότερο στο τεχνικό κομμάτι”, διευκρινίζει.

“Ο δήμος δεν τιμά τους παλαίμαχους μουσικούς του”

Αναφερόμενος στη μεγάλη ανταπόκριση του κόσμου, δεν παραλείπει να εκφράσει τη δυσαρέσκειά του προς το δήμο ο οποίος δεν έχει τιμήσει όσο θα έπρεπε τους παλαίμαχους μουσικούς του νησιού. “Θα έπρεπε να αναγνωρίζει την προσφορά τους. Μέσα από αυτό, θα μπορούσε να έχει και περισσότερα οικονομικά οφέλη. Γιατί ένας γνωστός μουσικός θα σου στοιχίσει ακριβά, ενώ εμείς είμαστε έξω από αυτό”, καταλήγει.

Ετικέτες: