Δημιουργία τμήματος Βυζαντινής Μουσικής στη Σύρο

Το πανωφόρι της Ελληνικής Ορθόδοξης Λατρείας

Συνέντευξη του προέδρου Σωματείου Ιεροψαλτών Κυκλάδων, Λουκά Τσούκου

Τμήμα Βυζαντινής Μουσικής θα δημιουργήσει για το έτος 2013 - 2014 το Σωματείο Ιεροψαλτών Κυκλάδων, υπό την αιγίδα της Ιεράς Μητροπόλεως Σύρου.

Στόχος του τμήματος, το οποίο θα λειτουργεί κάθε Πέμπτη και ώρα 18:00 – 19:00, όπισθεν του βιβλιοπωλείου “Θεογνωσία” στον Άγιο Νικόλαο, είναι τόσο η διάδοση του συγκεκριμένου μουσικού είδους, όσο και η αναζωογόνηση των Αναλογίων στις τοπικές εκκλησίες. Η έναρξη των μαθημάτων θα γίνει την Πέμπτη 10 Οκτωβρίου.

Διευθυντής και δάσκαλος του τμήματος είναι ο κ. Λουκάς Τσούκος, τέως Διευθυντής Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης επί 17 έτη, κάτοχος διπλώματος Βυζαντινής Μουσικής και Μουσικοδιδασκάλου, Πρωτοψάλτης του Αγίου Νικολάου από το έτος 1984, πρόεδρος του Σωματείου Ιεροψαλτών και μέλος της ανδρικής χορωδίας του Αγίου Νικολάου.

Εξέλιξη της αρχαίας ελληνικής μουσικής

Η μουσική της Ελληνικής Ορθόδοξης λατρείας αποτελεί εξέλιξη της αρχαίας ελληνικής μουσικής και είχε ανέκαθεν ιερό χαρακτήρα. Στα πρώτα χριστιανικά χρόνια ήταν απλή και γοργή και απέδιδε κυρίως την έννοια του κειμένου. Διαμορφωτής της Βυζαντινής Μουσικής υπήρξε ο Ιωάννης ο Δαμασκηνός κατά τον 8ο αιώνα, όπου και επικράτησε ορισμένο σύστημα γραφής, αποτελούμενο από γράμματα της ελληνικής αλφαβήτου.

Τα μέλη της εκκλησιαστική μουσικής έμειναν άφθαρτα και ανέπαφα από τον 8ο αιώνα, μέχρι και τον 18ο αιώνα. Στο διάστημα αυτό, η εισαγωγή ξένων μελών ήταν αδύνατη, καθώς η παλαιά σημειογραφία επινοήθηκε αποκλειστικά για την εκκλησιαστική μουσική.

Βελτίωση της βυζαντινής μουσικής σημειώθηκε κατά τον 11ο αιώνα από τον Ιωάννη Κουκουζέλη, Πρωτοψάλτη της Αγίας Σοφίας Κωνσταντινουπόλεως.. Ο Πρωτοψάλτης Ιωάννης ο Τραπεζούντιος (1756), κατά προτροπήν του Πατριάρχη Κυρίλλου ανέλυσε περισσότερο τη στενογραφία των προηγούμενων αιώνων και έτσι υπήρξε ο πρωτεργάτης του αναλυτικού συστήματος. Το 1814 οι τρεις μεγάλου μουσικοδιδάσκαλοι Γρηγόριος, Χουρμούζιος και Χρύσανθος ανέλυσαν τη γραφή της Βυζαντινής Μουσικής, όπως είναι σήμερα.

Σύνθετη γνώση γλώσσας, θεολογίας και μουσικής

Για να διδαχθεί κάποιος τη Βυζαντινή Μουσική θα πρέπει να παρακολουθήσει μαθήματα Ωδείου επί πέντε σχολικά έτη. Δεδομένου ότι η ψαλτική αποτελεί μία σύνθετη γνώση γλώσσας, θεολογίας και μουσικής, απαιτείται συνεχής καλλιέργεια της βυζαντινού μουσικού είδους.

Σημειώνεται πως οι ήχοι της βυζαντινής μουσικής είναι οκτώ και αποτελούν “συνέχεια των “τρόπων” των αρχαίων Ελλήνων. Ο Ψάλτης στην εκκλησία εκπροσωπεί το λαό και οι ακολουθίες της ορθόδοξης εκκλησίας τελούνται από τους ιερωμένους (επισκόπους – ιερείς – διακόνους) και τους ψάλτες.Τα τροπάρια που ψάλλονται στους ναούς έχουν συγκεκριμένο τρόπο εκτέλεσης και συγκεκριμένη κατάληξη.

Όπως υπογραμμίζει στην “Κοινή Γνώμη” ο κ. Τσούκος “δεδομένου ότι οι ψάλτες δε μισθοδοτούνται από το κράτος, όπως οι ιερείς, η προσέλευση νέων παιδιών είναι μικρή”.

Ο παιδαγωγικός χαρακτήρας της μουσικής

Επιπροσθέτως, καθιστά γνωστό ότι η εκκλησιαστική μουσική έχει παιδαγωγικό χαρακτήρα, καθώς οφείλει να βοηθά στο “φιλοσοφείν” (ιερός Χρυσόστομος).

Τονίζει μάλιστα ότι “δεν αποτελεί αυτοσκοπό, αλλά μέσον για την επίτευξη ενός μεγάλου σκοπού, ο οποίος δεν είναι άλλος από τη διευκόλυνση των πιστών να μεταρσιωθούν προς τα ουράνια και να ενωθούν με το Θεό”. Συνεπώς, επιβάλλεται η δημιουργία κατανύξεως στη διάρκεια της Θ. Λειτουργίας, με την ορθή απόδοση των ύμνων, την τήρηση του μέτρου και την εφαρμογή της λογικής λατρείας. Το εκκλησιαστικό άσμα είναι κανονικό “χορικό”, που σημαίνει ότι ψάλλεται από πολλούς μαζί και όχι από έναν μόνο ψάλτη.

Τα απαιτούμενα προσόντα ενός ψάλτη

Όσοι αναλαμβάνουν το έργο του ψάλτη θα πρέπει να συγκεντρώνουν απαραιτήτως φυσικά, γραμματικά και ηθικά προσόντα. “Βασικό φυσικό προσόν κρίνεται η καλλιφωνία, η οποία άλλωστε είναι και θείο δώρο, όπως επίσης και η μουσική αντίληψη, η ένταση και η χροιά της φωνής”, εξηγεί ο κ. Τσούκος. Παράλληλα, διευκρινίζει πως “ένας ψάλτης θα πρέπει να διαθέτει γραμματικές γνώσεις τουλάχιστον σε επίπεδο λυκείου, για να μπορεί να εφαρμόζει την παραγγελία “ψάλλατε συνετώς...” που όπως αναφέρει ο Θεοδώρητος, όχι μόνο με τη γλώσσα να προσφέρεις την υμνωδία, αλλά και με τη σκέψη σου, να κατανοείς δηλαδή τα εκκλησιαστικά κείμενα”. Τέλος, επισημαίνει ότι “οφείλει καταρχήν να είναι καλός Χριστιανός, όπως άλλωστε οφείλουν να είναι όλοι οι βαφτισμένοι Ορθόδοξοι Χριστιανοί, να ζει βίο ευσεβείας και αρετής, καθώς στο πρόσωπό του καθρεπτίζεται η ίδια η εκκλησία”.

Μικρή προσέλευση νέων στα αναλόγια

Σύμφωνα με τον κ. Τσούκο, η Σύρος κουβαλά μία μεγάλη παράδοση στη Βυζαντινή Μουσική, καθώς από την ίδρυση του Ναού της Μεταμορφώσεως το 1824 και μετά πέρασαν από το νησί κορυφαίοι ψάλτες, όπως ο Νικόλαος Πουλάκης από τη Χίο, ο Σπύρος Παναγόπουλος και πολλοί ακόμα. Σημειώνει μάλιστα, ότι παρόλο που το είδος καλλιεργήθηκε σημαντικά το 19ο και τον 20ο αιώνα, σήμερα οι ψάλτες που δραστηριοποιούνται στο νησί είναι ελάχιστοι. “Αυτή τη στιγμή είμαστε πέντε, δηλαδή μετρημένοι στα δάχτυλα του ενός χεριού” αναφέρει χαρακτηριστικά, υπογραμμίζοντας ότι “καθίσταται επιτακτική η ανάγκη αναζωογόνησης των αναλογίων των εκκλησιών με τη συμμετοχή νέων ανθρώπων.

Παράλληλα, εξηγεί ότι το πρόβλημα εστιάζεται κυρίως στην έλλειψη ικανής αμοιβής, που θα μπορούσε να αποτελέσει ισχυρό κίνητρο για κάποιον”. Καθιστά δε γνωστό ότι μεγάλοι μουσικοσυνθέτες έχουν εμπνευστεί από τη βυζαντινή μουσική, στοιχεία της οποίας εντοπίζονται συχνά στο δημοτικό και το ρεμπέτικο τραγούδι. “Το “Άξιον Εστί” που έχει συνθέσει ο Μίκης Θεοδωράκης είναι ένας πρώτος ύμνος, ενώ ο Βασίλης Τσιτσάνης έγραψε τη “Συννεφιασμένη Κυριακή” στην κλίμακα του “Τῇ ὑπερμάχῷ στρατηγῷ τὰ νικητήρια”.

“Θα πρέπει να δοθεί ένα κίνητρο”

Αναφερόμενος στο Τμήμα Βυζαντινής Μουσικής που πρόκειται να λειτουργήσει στην πρωτεύουσα των Κυκλάδων επισημαίνει ότι στόχος του είναι η διδασκαλία της ψαλμωδίας, αλλά και της τυπικής διάταξης που ακολουθείται κατά τη Θεία Λειτουργία. Τονίζει μάλιστα ότι “η σχολή έχει τη δυνατότητα να διδάξει και πρακτικά την ψαλτική τέχνη σε ανθρώπους μεγάλης ηλικίας, οι οποίοι δεν μπορούν να αφομοιώσουν τους χαρακτήρες της βυζαντινής μουσικής και να διαβάσουν”. Καταλήγοντας, σημειώνει πως θα έπρεπε να υπάρχει ένα κίνητρο προκειμένου να στελεχωθούν τα αναλόγια των εκκλησιών με φρέσκο αίμα. “Δυστυχώς τα παιδιά δεν αγαπούν την εκκλησία και τη θεωρούν κάτι παρηκμασμένο. Εκεί χρειάζεται να βοηθήσουν η εκκλησία και οι ίδιες οι οικογένειες” δηλώνει, προσθέτοντας “πως αν τα παιδιά είχαν ένα κίνητρο, είτε αυτό ήταν κάποιο κέρασμα, ή κάποιο μικρό οικονομικό αντίτιμο, θα μπορούσαμε να τα κρατήσουμε και να προχωρήσουμε”.