Ένα μεγάλο μουσικό «ΜΠΑΜ» στην Πιάτσα της Άνω Σύρου, κατά την πρώτη ημέρα του Φεστιβάλ Ακορντεόν Σύρου

«Η παραδοσιακή μουσική είναι αθάνατη»

Συνέντευξη της μουσικού και μέλους του σχήματος, Χαρούλας Τσαλπαρά

Πανηγυρικά, με ενέργεια και διάθεση στα ύψη, άνοιξε ο κύκλος συναυλιών του 6ου Φεστιβάλ Ακορντεόν Σύρου, που επέστρεψε στα πολιτιστικά δρώμενα του νησιού για να «φωτίσει» και να αναδείξει τα κοινά στοιχεία της αστικής λαϊκής μουσικής σε Ελλάδα και Γαλλία.

Στην έναρξη της φετινής διοργάνωσης, η Χαρούλα Τσαλπαρά (ακορντεόν), ο Γλαύκος Σμαριανάκης (βιολί) και η Θεοδώρα Αθανασίου (κιθάρα) προκάλεσαν ένα μεγάλο μουσικό «Μπαμ» στην Πιάτσα της Άνω Σύρου, ξεσηκώνοντας τους δεκάδες φίλους και επισκέπτες του μεσαιωνικού οικισμού.

Ελλάδα, Βαλκάνια & Ανατολική Μεσόγειος

Μέσα από τη συναυλία του νέου σχήματος, που δραστηριοποιείται τα τελευταία δύο χρόνια, με βάση το παραδοσιακό τραγούδι και ξεχωρίζει για τις ιδιαίτερες ενορχηστρώσεις των κομματιών που παρουσιάζει, Ανατολή και Δύση σφιχταγκαλιάστηκαν σε αυτή τη μικρή γωνιά του κόσμου. Η παράδοση της πόλης συναντήθηκε με την παράδοση της υπαίθρου του ελλαδικού χώρου, των Βαλκανίων και της ανατολικής Μεσογείου συντελώντας σ’ ένα γλέντι, άνευ προηγουμένου, που διήρκησε τρεις σχεδόν ώρες.

Η Χαρούλα Τσαλπαρά είναι απόφοιτος του Τμήματος Μουσικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών και διπλωματούχος μουσικός, που πέραν της φωνητικής ερμηνείας, μελετά και την ταυτότητα του πιάνου στις ορχήστρες της αστικής λαϊκής μουσικής του 20ου αιώνα. Η ίδια συμμετέχει και στο εκπαιδευτικό μέρος του Φεστιβάλ Ακορντεόν Σύρου με το σεμινάριο «Ακροβατώντας ανάμεσα σε Ανατολή και Δύση», που έχει ως στόχο να φωτίσει το λαϊκό τρόπο χρήσης του ακορντεόν, το ρεπερτόριο και την εξέλιξή του με σημείο αναφοράς μας την ύπαρξή του από τις απαρχές ήδη της δισκογραφίας και τις πρώτες πλάκες των 78 στροφών μέχρι σχεδόν να αντικατασταθεί από το ηλεκτρικό αρμόνιο μετά τη δεκαετία του 1950.

Η Θεοδώρα Αθανασίου είναι απόφοιτος του Παιδαγωγικού τμήματος Δημοτικής Εκπαίδευσης Πατρών και Διπλωματούχος μουσικός, με εμπειρία και δισκογραφία σε πολλά είδη μουσικής. Εστιάζει στην έρευνα του ρόλου της κιθάρας ως λαουτοειδούς στα ρεπερτόρια της Ανατολικής Μεσογείου. Τέλος, ο Γλαύκος Σμαριανάκης είναι μουσικός με σπουδές στο κλασικό βιολί στην Ανωτέρα τάξη του Ωδείου Αθηνών, καθώς και θεωρητικά Τροπικής Μουσικής, με συμμετοχή στην παραδοσιακή ορχήστρα του Ωδείου Αθηνών.

Αστείρευτη διάθεση, ξεχωριστές ενορχηστρώσεις

Τις εντυπώσεις της από τον ενθουσιασμό, την αγάπη και τη θερμή συμμετοχή των Συριανών, οι οποίοι από την αρχή έως το τέλος της συναυλίας, δεν σταμάτησαν να χορεύουν και να τραγουδούν, χειροκροτώντας και ενθαρρύνοντας το σχήμα να συνεχίσει, περιέγραψε στην «Κοινή Γνώμη» η «ψυχή» των «Μπαμ», Χαρούλα Τσαλπαρά.

«Ήταν καταπληκτικά και πολύ ζεστά σε αυτόν τον μικρό χώρο, που αν και δεν είναι κατάλληλος για συναυλία -από ακουστικής πλευράς- πλημμύριζε από την όρεξη και τη χαρά των ανθρώπων», ανέφερε χαρακτηριστικά.

Το μουσικό σχήμα παρουσίασε στην Πιάτσα της Άνω Σύρου κομμάτια που αποτελούν μέρος του ρεπερτορίου τους. «Εμφανιζόμαστε σε εβδομαδιαία βάση σε μαγαζιά και συναυλιακούς χώρους της Αθήνας. Αν και νέο σχήμα προς το παρόν, έχουμε πολλή διάθεση να παίζουμε μαζί και να κάνουμε διαφορετικές ενορχηστρώσεις, δηλαδή να χρησιμοποιούμε το βιολί, την κιθάρα, το ακορντεόν με τρόπο που ίσως δεν περιμένεις πάντα. Για παράδειγμα, περιμένεις από την κιθάρα πάντα να συνοδεύει. Σ’ εμάς, η κιθάρα κάποιες φορές σολάρει, το ακορντεόν συνοδεύει και το βιολί άλλοτε μπαίνει πίσω κι άλλοτε μπροστά».

Η στροφή του κόσμου στις μουσικές ρίζες μας

Βάση των «Μπαμ» αποτελεί η παράδοση και η πρώιμη εποχή της αστικής μουσικής. Το πρόγραμμά τους περιλαμβάνει προπολεμικά τραγούδια, σμυρναίικα, ρεμπέτικα, νησιώτικα και πολλά ακόμα είδη, που τυγχάνουν θερμής ανταπόκρισης από τον κόσμο. «Είναι πάρα πολλά τα πράγματα που οδήγησαν σε αυτή την ανταπόκριση του κοινού και τα επόμενα χρόνια είμαι σίγουρη ότι θα είναι πολύ μεγαλύτερη ακόμα. Εδώ και λίγα χρόνια έχει χτιστεί ένα περιβάλλον μέσα στο οποίο όλο και περισσότερος νέος κόσμος παίζει παραδοσιακά όργανα και ακούει αυτή τη μουσική». Όπως εξήγησε, προς αυτή την κατεύθυνση έχουν βοηθήσει σημαντικά τα Μουσικά Γυμνάσια, ΑΕΙ και ΤΕΙ, καθώς και το γεγονός ότι υπάρχει πλέον η δυνατότητα να αντλήσει κανείς πληροφορίες από το διαδίκτυο, να βρει και να ακούσει τραγούδια εκείνης της εποχής.

«Είναι μια μουσική, ζωντανή, που δεν πέθανε ποτέ, μια μουσική που μας κάνει να χορεύουμε, να εκφραζόμαστε, να επικοινωνούμε και να περνάμε ωραία και να ντύνουμε κάθε στιγμή της ζωής μας, κάθε έκφανση, τη χαρά, τη λύπη, το γέλιο, τον έρωτα, τη θλίψη, τη φτώχεια, όλα».

«Η αγάπη είναι το κλειδί»

Ο λόγος που οδήγησε τα μέλη του σχήματος να αφοσιωθούν και να αφιερωθούν στην παραδοσιακή μουσική είναι η αγάπη τους για το συγκεκριμένο είδος. «Το ακούμε συνέχεια, το μελετάμε, το ψάχνουμε και αγαπώντας αυτή τη μουσική, εξοικειώνεσαι μαζί της και αυτή σου γίνεται βίωμα. Αν θες να τη μάθεις, είναι καλό να την ακούς και φυσικά να πειραματίζεσαι, να παίζεις, όπου σταθείς κι όπου βρεθείς να δοκιμάζεις, να εξασκείσαι, ώστε αυτό που λαμβάνεις στα αυτιά σου, να προσπαθείς να το εφαρμόζεις με το δικό σου τρόπο στο όργανο, στη φωνή». Πρόσθεσε βέβαια ότι το ίδιο απαραίτητη είναι και η θεωρητική μελέτη. «Χρειάζεται να αποκτήσει κάποιος γνώσεις σε σχέση με το οθωμανικό σύστημα, τη βυζαντινή, πράγματα που είναι αρκετά κοντά στη μουσική αυτή. Εξίσου σημαντική είναι και η κλασική ευρωπαϊκή παιδεία, η οποία δίνει τα στοιχεία της και βοηθάει από την πλευρά της. Η παραδοσιακή μουσική αποτελείται και από τα δύο αυτά στοιχεία. Αυτός είναι ο πλούτος μας. Ότι είμαστε και στα δύο».

Καταλήγοντας, η κ. Τσαλπαρά σημείωσε πως σε ένα μουσικό πρόγραμμα δεν υπάρχουν όρια. «Παίζεις προπολεμικά, παίζεις μεταπολεμικά, παίζεις νησιώτικα, δημοτικά, μουσική από όλη την Ελλάδα, πράγματα που τα ξέρει ο κόσμος, τα ακούει, τα χορεύει και τα τραγουδάει. Γι' αυτό ονόμασα το σεμινάριο «Ακροβατώντας ανάμεσα σε Ανατολή και Δύση που είναι αυτό που κάνουμε», γιατί αντιπροσωπεύει ακριβώς τη δουλειά που κάνουμε και παρουσιάζουμε».