Συνέντευξη του ηθοποιού Αλέξανδρου Μπουρδούμη, στην "Κοινή Γνώμη"

Ο μυστήριος, σκοτεινός, δειλός, πολυδιάστατος Mr. Love

Υποδύεται έναν απατεώνα, γόη καρδιοκατακτητή, που εκμεταλλεύεται τα ελαττώματα των γυναικών, προκειμένου να τους αποσπάσει χρήματα, εμφανιζόμενος, ως ανίκανος να αγαπήσει αληθινά. Ή μήπως όχι..; Στην πραγματικότητα, είναι ένας επιμελής ηθοποιός, που προσπαθεί να “διαβάζει” τους χαρακτήρες στο βάθος τους, συνειδητοποιημένος και με τα πόδια γερά στη γη, ενώ δηλώνει λάτρης και μελετητής της ιστορίας των ελληνικών θεάτρων.

Ο λόγος για τον “Μυστήριο Mr Love”, κατά κόσμον Αλέξανδρο Μπουρδούμη, ο οποίος μίλησε στην «Κοινή Γνώμη», για τα βαθύτερα και πολυσύνθετα μηνύματα της ομώνυμης παράστασης, που ο ίδιος και η συμπρωταγωνίστριά του, Τζένη Διαγούπη, θα παρουσιάσουν στο θεατρόφιλο κοινό της Σύρου, σε δύο παραστάσεις, μία απογευματινή, στις 18:30 και μία βραδινή στις 21:00, το Σάββατο, 28 Μαΐου.

Η παράσταση χαρακτηρίζεται από έντονες εναλλαγές κωμικών και δραματικών στοιχείων. Πόσο δύσκολο είναι για έναν ηθοποιό να το αποδίδει αυτό στη θεατρική σκηνή;

Αλέξανδρος Μπουρδούμης: Είναι πολύ δύσκολο. Είναι επίσης πολύ γοητευτικό για έναν ηθοποιό. Είναι ένα έργο, το οποίο δημιουργεί πολυποίκιλα συναισθήματα, τόσο στο θεατή, όσο και στον ίδιο τον ηθοποιό. Περνά μέσα από όλες τις εκφάνσεις των συναισθημάτων. Ξεκινά ως μια σχεδόν άχρωμη ιστορία, δύο ανθρώπων, οι οποίοι συναντιούνται και ο καθένας έχει στο μυαλό του διαφορετικούς σκοπούς – ο μεν Μr. Love να υφαρπάξει τα χρήματα της Αδελαΐδος, την οποία γοητεύει, κάνοντάς το κατ’ επάγγελμα, ουσιαστικά και η δε Αδελαΐς, η οποία ψάχνει τον έρωτα, τον τέλειο άντρα, τον άνθρωπο που θα τη γοητεύσει και θα τη συγκινήσει.

Όσο προχωράμε πιο βαθιά στην υπόθεση του έργου, αυτό γίνεται ολοένα και πιο σκοτεινό, με πολλά και διαφορετικά θεατρικά στοιχεία. Γι’ αυτό και χαρακτηρίζεται από ερωτικό θρίλερ, ως δραματική κομεντί. Έχει ένα “παιχνίδι” πολύ ιδιαίτερο, ειδικά στο πρώτο μισό του έργου, όπου απ’ τη μία η στιγμή, που αφηγούμαστε στο κοινό, περνάμε στη σκηνή, που “παίζουμε” ο ένας με τον άλλο. Αυτό είναι πραγματικά πολύ δύσκολο και χρειάζεται ιδιαίτερη πειθαρχία και αυτοσυγκέντρωση, διότι είμαστε μόνο δύο άνθρωποι πάνω στη σκηνή, οπότε “κρατιόμαστε” ο ένας απ’ τον άλλο και φυσικά, απαραίτητη είναι και μία πολύ δυνατή χημεία και εμπιστοσύνη μεταξύ μας.

Σίγουρα, ο μόνος χαρακτηρισμός, που δεν αρμόζει σε αυτή την παράσταση, είναι αυτός της «εύπεπτης», δηλαδή.

Α.Μ.: Σίγουρα. Η Κάρολαϊν Λιτς, η συγγραφέας του έργου, πραγματικά έδειξε, πως έχει “σκάψει” βαθιά μέσα στην ανθρώπινη ψυχολογία, φτιάχνοντας ένα μοναδικό και ιδιαίτερο παζλ και αναδεικνύει πολύ έξυπνα, πράγματα, που όλοι μας, λίγο ή πολύ, συναισθανόμαστε, έχουμε ζήσει. Η βάση του έργου, είναι η παιδική ηλικία – όσο κι αν αυτό στην αρχή δε διαφαίνεται – και το πώς αυτή μας έχει επηρεάσει και μας έχει φέρει εδώ που μας έχει φέρει. Τα πάντα έχουν καταγραφεί εκεί, τα πάντα έχουν ξεκινήσει από κει και για ένα περίεργο λόγο, ουσιαστικά, δεν αλλάζουν, όσο κι αν εμείς θέλουμε να αλλάξουμε πολλές φορές.

Το ίδιο παθαίνει και ο Mr. Love, ο οποίος προσπαθεί και να αγαπήσει και να αγαπηθεί. Το έργο είναι γεμάτο ανατροπές, παρά το γεγονός, ότι παίζουν μόνο δύο πρόσωπα. Περνά πολύ έξυπνα και υποσυνείδητα τα μηνύματά του στο κοινό. Το εντυπωσιακό είναι, ότι ήδη, έχοντας παιχτεί μόνο λίγο διάστημα στην Αθήνα, πολλοί είναι αυτοί, που επιλέγουν να ξανάρθουν.

Θεωρώ, ότι κι εμείς απ’ την πλευρά μας έχουμε κάνει μία τίμια παράσταση, με πολύ συναίσθημα, με χιούμορ, με αυτοσαρκασμό, προσπαθώντας να εκμεταλλευτούμε όλα αυτά τα ωραία “όπλα”, που μας έχει δώσει το έργο, αλλά και η εντατική δουλειά με τον Γιώργο το Βάλαρη, προκειμένου να βγουν στην επιφάνεια αυτοί οι πολύπλοκοι χαρακτήρες.

Με αφορμή το θέμα της παράστασης, πιστεύετε, πως ένας αληθινός και δυνατός έρωτας μπορεί σε έναν άνθρωπο να άρει τέτοιου είδους αντιλήψεις και προκαταλήψεις, που πηγάζουν μόνο απ’ την εικόνα ή το συμφέρον;

Α.Μ.: Ο έρωτας, όπως λένε… δίνει φτερά! Ωστόσο, δεν ξέρω αν, στην ουσία και στο βάθος, μπορεί να μας αλλάξει. Είναι και μία – αν θέλετε – παγίδα αυτό. Πολλές φορές ερωτευόμαστε, ερχόμαστε κοντά με τον άλλο και ίσως να προσπαθούμε να γίνουμε και αρεστοί, κατά κάποιο τρόπο. Άλλες φορές, ο ένας απ’ τους δυο πηγαίνει λίγο πίσω την προσωπικότητά του για να δώσει χώρο στον άλλο. Εκεί, χρειάζεται τρομερή προσωπική ισορροπία.

Στον έρωτα όλα επιτρέπονται και όλα είναι δυνατά, αλλά δεν ξέρω κατά πόσο ουσιαστικά, στον πυρήνα του, μπορεί να αλλάξει έναν άνθρωπο. Είναι δυνατό το στοιχείο του έρωτα, από ένα σημείο και μετά, όμως, αποκαλυπτόμαστε. Υπάρχει το πρώτο διάστημα, που όλα είναι τέλεια […] όταν έρθει η ώρα, που πρέπει να έρθεις ακόμη πιο κοντά και να συνδεθείς βαθύτερα με τον άλλο, είναι αμφίβολο αν μπορείς να αντέξεις, τελικά, αυτό που πραγματικά είναι.

Οι δύο αυτοί χαρακτήρες του έργου, είναι σαν να έχουν έναν καθρέφτη ανάμεσά τους και μέσα απ’ αυτόν γίνονται αναγωγές. Καλούνται να αποφασίσουν αν αντέχουν να ενωθούν, αν θα τα καταφέρουν ως το τέλος. Είναι και οι δυο άνθρωποι πληγωμένοι, με βαθιές ρωγμές, που αναγκάζονται, όπως και όλοι μας στην πραγματική ζωή, να βάλουν μία μάσκα, όπως στην περίπτωση του Love, ενός γόη, που στην ουσία είναι ένας δειλός άνθρωπος. Είναι όπως στη ζωή. Βάζουμε μία κοινωνική μάσκα και προχωρούμε.

Δεν ξέρω, λοιπόν, αν ο έρωτας, ουσιαστικά, ριζικά, μπορεί να μας αλλάξει ή να μας μεταμορφώσει, προς το καλύτερο. Δεν είναι λίγες οι φορές, που μας βγάζει και το χειρότερο. Είναι σκοτεινό πράγμα ο έρωτας. Δεν είναι τόσο φωτεινό, όσο πιστεύουμε.

Είναι η πρώτη φορά που παίζετε στη Σύρο και στο Θέατρο «Απόλλων»;

Α.Μ.: Ναι, και μπορώ να πω, πως είμαι ταυτόχρονα και χαρούμενος και συγκινημένος. Είναι ένα από τα θέατρα, για το οποίο είχα ακούσει πολλά όμορφα πράγματα από συναδέλφους, ενώ έχω διαβάσει γι’ αυτό – είμαι λίγο μανιακός με την ιστορία των ελληνικών θεάτρων – και χαίρομαι ιδιαίτερα, διότι τα τελευταία χρόνια, μαθαίνω για την ανάπτυξη του «Απόλλωνα» της Σύρου.

Έχω παίξει στο – κατά μία έννοια “αδερφικό” του θεάτρου της Σύρου – θέατρο «Απόλλων» της Πάτρας, με την παράσταση «Λεωφορείον ο πόθος».

Ερχόμαστε με πολύ μεγάλη χαρά και συγκίνηση, κι εγώ και η Τζένη (σ.σ. Διαγούπη), να παίξουμε εδώ. Είναι ιστορικό το θέατρο. Δεν σου δίνεται συχνά η ευκαιρία να παίζεις σε τέτοιους χώρους. […] Νομίζω η ένταση ανεβαίνει λίγο από μόνη της. Σαν να “ακουμπάς” την αύρα των σπουδαίων ανθρώπων, που έχουν περάσει από κει. Σίγουρα, θα είναι μία ευλογία, διότι, είναι κι ένα λυρικό θέατρο και όπου υπάρχει μουσική, υπάρχει και μαγεία.