Συνέντευξη του ηθοποιού και σκηνοθέτη Γιώργου Κιμούλη στην «Κοινή Γνώμη»

«Το θέατρο είναι ένας διαρκής διάλογος»

Τον καθοριστικό ρόλο της θεατρικής πράξης στην κατάδειξη της σημαντικότητας του Άλλου ως το έτερο ήμισυ της συνείδησής μας, υπογράμμισε ο ηθοποιός και σκηνοθέτης Γιώργος Κιμούλης, στο πλαίσιο του 5ου Διεθνούς Θερινού Πανεπιστημίου στη Σύρο με θέμα «Η γλώσσα του άλλου – Η ηθική της ετερότητας».

Στο σχετικό master class που διεξήχθη την Τετάρτη και την Πέμπτη στο χώρο της Έπαυλης Τσιροπινά, στην Ποσειδωνία, ο κ. Κιμούλης αναφέρθηκε στη σπουδαιότητα του διαλόγου, στον οποίο ο άνθρωπος συμμετέχει καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του, με την ψυχή, το πνεύμα του, το σώμα και τις πράξεις του. Βάζει όλο τον εαυτό του στο λόγο και αυτός ο λόγος εισέρχεται στο διαλογικό ιστό της ανθρώπινης ζωής, στο παγκόσμιο συμπόσιο.

Σε συνέντευξή του στην «Κοινή Γνώμη», ο Γιώργος Κιμούλης εστιάζει στην έννοια του «άλλου», υποστηρίζοντας πως αυτή αποτελεί και τη βασική αιτία ύπαρξης της θεατρικής τέχνης, στους τρόπους με τους οποίους προετοιμάζεται και επιτυγχάνεται ο διάλογος επάνω στο σανίδι, αλλά και στις διαφορές ανάμεσα στον «εύκολο» και τον «δύσκολο» λόγο του θεάτρου, που κάποιοι επιχειρούν να αρθρώσουν χωρίς να έχουν κατανοήσει πλήρως την κρυμμένη φιλοσοφία του.

Η παρουσία σας στο 5ο Διεθνές Θερινό Πανεπιστήμιο αποτελεί μία από τις πιο ευχάριστες και σημαντικές στιγμές της φετινής διοργάνωσης.

«Είμαι δίπλα στην προσπάθεια του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων και της κ. Νικολέττας Τσιτσανούδη από την προηγούμενη θερινή συνάντηση. Κατ’ επέκταση ήταν φυσικό να συμμετέχω τώρα εδώ. Παράλληλα, με ενδιέφερε πάρα πολύ το ίδιο το θέμα, αυτή η έννοια του «άλλου». Γιατί ο άλλος, ο απέναντι είναι το βασικό στοιχείο και η βασική αιτία ύπαρξης της τέχνης με την οποία ασχολούμαι. Το θέατρο δεν είναι τίποτα άλλο από έναν διαρκή και συνεχή διάλογο. Άρα ο άλλος είναι το ήμισυ της δημιουργίας μου. Ο άλλος που βρίσκεται μαζί μου πάνω στη σκηνή, ο άλλος που βρίσκεται στον ίδιο χώρο ως θεατής, μιας και το θέατρο είναι μια τέχνη πληθυντικού αριθμού».

Στον διάλογο αυτό υπάρχει θέση για το κοινό, το οποίο θα μπορούσε να θέσει το ίδιο ερωτήματα ή να απαντήσει σε εκείνα που τίθενται μέσω του σκηνικού λόγου;

«Δεν μπορώ να πω ότι είμαι φίλος αυτής της σύγχρονης διαδραστικής φόρμας ή μορφής της θεατρικής πράξης, δηλαδή μιας συμμετοχής του κοινού κατά τη διάρκεια της παράστασης. Η συνομιλία και ο διάλογος γίνεται μεταξύ ενός προσώπου που βρίσκεται στη σκηνή με ένα άλλο πρόσωπο που βρίσκεται επίσης εκεί. Έτσι γεννήθηκε το θέατρο. Δύο πρόσωπα συνομιλούν. Ένα ρωτάει, το άλλο απαντάει. Και κάποιοι παρακολουθούν αυτή τη συνομιλία. Πιστεύω ότι η τέχνη πάνω από όλα είναι υπομνηστική, ποτέ δεν ήταν καθοδηγητική. Όποτε προσπάθησε να καθοδηγήσει, δεν τα κατάφερε, γιατί δεν είναι και αυτός ο σκοπός της. Ο στόχος της είναι να θυμίζει στους ανθρώπους αυτά που οι ίδιοι ξεχνούν. Το γεγονός ότι ο θεατής βλέπει διαρκώς έναν συνεχή διάλογο επάνω στη σκηνή, μία ανάγκη δηλαδή του ανθρώπου να συνομιλεί και να συνυπάρχει με έναν άλλον άνθρωπο, του υπενθυμίζει τι θα πρέπει να κάνει και στη δική του τη ζωή. Αυτή είναι η λειτουργία του θεάτρου».

Στην ομιλία σας αναλύσατε την προεργασία, η οποία απαιτείται προκειμένου να επιτευχθεί αυτός ο διάλογος, δεδομένου ότι ο ηθοποιός καλείται να προφέρει μία άλλη γλώσσα, εκείνη του συγγραφέα και να την κάνει δική του.

«Καταρχάς, έχω ένα κείμενο μπροστά μου, το οποίο δεν έχει ήχο, είναι ένας γραπτός λόγος κάποιου άλλου, τον οποίο εγώ πρέπει να σωματοποιήσω. Όχι απλώς να τον ηχοποιήσω, αλλά να τον σωματοποιήσω. Να τον οικειοποιηθώ πλήρως με λίγα λόγια. Σαν ο λόγος αυτός να είναι δικός μου. Σαν μια δική μου ανάγκη να με σπρώχνει να αρθρώσω σε έναν άνθρωπο που έχω απέναντί μου αυτά που γράφει το κείμενο κι εγώ θα τα κάνω αυτά που λέει το κείμενο. Το στάδιο το οποίο προηγείται της οικειοποίησης και της σωματοποίησης είναι αυτό το οποίο εγώ χαρακτηρίζω ως μία ανάγκη λογοαναλυτικής μεθόδου. Προσωπικά, χρησιμοποιώ τη μέθοδο του Norman Faircloug ο οποίος έχει φτιάξει το Critical Discourse Analysis (CDA). Γιατί το λέω αυτό; Το γραπτό δεν έχει εμφανώς αυτά τα οποία κρύβονται πίσω από μία λέξη. Ο λόγος ποτέ δεν είναι αθώος, πάντα υπαινίσσεται, πέραν αυτού που ουσιαστικά λέει και επειδή αυτό που υπαινίσσεται είναι πολύ πιο σημαντικό από αυτό το οποίο λέει, οφείλεις να το αποκωδικοποιήσεις, να το ερμηνεύσεις, να σκάψεις μέσα στο κείμενο το οποίο βλέπεις, διαβάζεις και πρέπει να ηχοποιήσεις, για να δεις γιατί το πρόσωπο λέει αυτό που λέει μετά από αυτό που ακούει».

Πολλοί, στην προσπάθειά τους να ορίσουν το είδος μιας θεατρικής παράστασης, αναφέρονται στο βαθμό δυσκολίας της γλώσσας της. Στην πραγματικότητα, υπάρχουν κατηγοριοποιήσεις στη γλώσσα ή εμείς αποφασίζουμε τη διάσταση που θέλουμε να της δώσουμε;

«Σαφώς και υπάρχουν, παρόλο που η γλώσσα είναι μία. Ο λόγος δεν είναι αθώος και επηρεάζεται ανάλογα με τον τόπο που βρίσκεται ο ομιλών, τη χώρα, την κοινωνική τάξη, τη σχέση του με την εξουσία και με το συνομιλούντα και ταυτόχρονα. Ταυτόχρονα, αποτελεί εργαλείο με το οποίο ο άνθρωπος ουσιαστικά συστήνεται στον απέναντί του. Βάσει όλων των παραπάνω, θα μπορούσε κανείς να πει ότι υπάρχει εύκολος και δύσκολος λόγος, εύκολη και δύσκολη γλώσσα. Αν εγώ είμαι ένας ημιμορφωμένος και συνομιλώ με έναν καθηγητή πανεπιστημίου και έχω ανάγκη να συστηθώ σε αυτόν, να του πω με λίγα λόγια ποιος είμαι, είναι φυσικό να χρησιμοποιώ εκφράσεις που θα με συστήνουν όχι ως ημιμορφωμένο, αλλά ως μορφωμένο. Να χρησιμοποιώ έννοιες που κάποιος μπορεί να μην τις γνωρίζει καλά. Λέξεις όπως το «διακύβευμα» ή εκφράσεις όπως «επί παντός του επιστητού». Ο λόγος, μας βοηθά πολλές φορές να ανήκουμε κι εμείς κάπου. Να μην είμαστε πλανήτες, να μην είμαστε γυρολόγοι. Με αυτή λοιπόν τη λογική, πολλές φορές χρησιμοποιούμε εύκολη ή δύσκολη γλώσσα, που έχει να κάνει με το επίπεδο μόρφωσης του καθενός».

Ωστόσο, στο θέατρο έχουμε συναντήσει αρκετές φορές περιπτώσεις καλλιτεχνών οι οποίοι καταπιάνονται με κείμενα τα οποία είναι έξω από την ιδιοσυγκρασία, το ύφος ή το γνωστικό τους πεδίο.

«Αυτό συμβαίνει πολλές φορές. Συνήθως οι καλλιτέχνες που ασχολούνται με τα κλασικά έργα, πέφτουν σε αυτή την παγίδα. Γιατί τα κλασικά έργα, στο σύνολό τους, πάνω από όλα φιλοσοφούν. Και φιλοσοφούν παρανόμως γιατί μετά τον Πλάτωνα, η τέχνη χωρίστηκε από τη φιλοσοφία. Η φιλοσοφία είναι επιστήμη και σχεδόν απαγορεύτηκε στην Τέχνη να φιλοσοφεί. Βέβαια μέχρι τότε η τέχνη δεν φιλοσοφούσε ακριβώς, κοσμολογούσε. Παρόλα αυτά όμως οι συγγραφείς συνέχισαν να φιλοσοφούν κρυπτά. Έκρυβαν πίσω από τον στίχο τους αυτό που θα ήθελαν να πουν φιλοσοφικά, αναλύοντας τη σχέση του ανθρώπου με τον κόσμο. Αν τώρα έρθει ένας ερμηνευτής ημιμορφωμένος και δεν μπορεί να κατανοήσει τον κρυπτό φιλοσοφικό κείμενο που υπάρχει μέσα σε ένα κλασικό έργο, τότε ναι, είναι πάνω από τις δυνάμεις του και εκτίθεται εκείνος. Απλά είναι και λίγο της εποχής το να ασχολείσαι με κλασικά έργα, μόνο και μόνο για να έχεις ένα καλό βιογραφικό».

Υπάρχει διαφορά ανάμεσα στα έργα των κλασικών συγγραφέων και στα έργα των σύγχρονων δημιουργών;

«Όπως είπα και πριν οι κλασικοί θεατρικοί συγγραφείς φιλοσοφούσαν κρυπτώς και δεν φοβόντουσαν ότι η μάσκα απλότητας που θα βάλουν μπροστά από το βαθυστόχαστο της σκέψης τους θα τους εκθέσει. Οι σύγχρονοι συγγραφείς φοβούνται ότι θα θεωρηθούν απλοϊκοί και πολλές φορές προτάσσουν το βαθυστόχαστο της σκέψης τους και αυτό αμέσως δημιουργεί κάτι το ψευδές στο χώρο της τέχνης. Δεν έχει αλήθεια και ελαφρότητα. Η ελαφρότητα θεωρείται κάτι αρνητικό στην τέχνη κι όμως αν το καλλιτεχνικό έργο δεν έχει μέσα του την ελαφρότητά του δεν αντέχεται. Οι θεατρικοί συγγραφείς πάνω από όλα φοβούνται την ηρακλείτεια ρήση που λέει «η φύση αγαπάει να κρύβεται» ότι πρέπει διαρκώς να λειτουργείς με τα πράγματα σε μια σχέση ερμηνευτική. Να μπεις σε μια διαδικασία εκκάλυψης. Δηλαδή να σηκώσεις το φαίνεσθαι για να βρεις το είναι. Αυτή είναι και η διαδικασία της ερμηνείας που βγαίνει από τη λέξη έρμα. Έρμα ήταν οι λίθοι που οι αρχαίοι έβαζαν πάνω στους τάφους. Σαν να σου λέει ότι κάτω από αυτή την πέτρα υπάρχει κάτι που ήταν ζωντανό και που μπορεί να είναι ακόμα ζωντανό. Και τότε ο ερμηνευτής μπαίνει σε μια διαδικασία τυμβωρυχίας. Να σηκώσει την πέτρα για να δει τι είναι κάτω από αυτήν».