Με τα μάτια νυσταγμένα και βαριά

«Πάρτε την! Πάρτε την από δω και φροντίστε να μετατεθεί γρήγορα αλλού. Στη Δονούσα… στην Αστυπάλαια… στον Έβρο… σε ιδιωτικό σχολείο στην Ελβετία, δε με νοιάζει. Αρκεί να μην την έχω στα πόδια μου. Με έχει φέρει στα όριά μου. Λίγο ακόμα και θα εκραγώ», είπε νωχελικά ο Φρειδερίκος, έχοντας το γνωστό βλέμμα του ροφού.

Οι συνάδελφοι εκπαιδευτικοί παρατηρούσαν και άκουγαν τον Φρειδερίκο, μα αδυνατούσαν να πιστέψουν ότι είναι τόσο αγανακτισμένος, όσο ο ίδιος δήλωνε. Κανείς στο σχολείο δεν μπορούσε να μαντέψει τη συναισθηματική του κατάσταση και όλοι έπαιζαν στοίχημα. «20 ευρώ ότι χαίρεται». «30 ευρώ ότι λυπάται», «40 ευρώ ότι είναι κουρασμένος». «50 ευρώ ότι έχει δυσκοιλιότητα». Οι προβλέψεις πήγαιναν άπατες. Πάντα κάτι διαφορετικό συνέβαινε στον Φρειδερίκο, αλλά τα μονίμως βασιλεμένα μάτια του, τα βαριά βλέφαρά του και τα κρεμασμένα χείλη με το σαλάκι να σχηματίζει ένα Δέλτα στα κάτω ούλα, δεν το άφηναν να προδοθεί.

«Δεν τη θέλω! Δεν τη θέλω, γιατί είναι ανακατώστρα, αντιδραστική και δύσπιστη. Τη διαβεβαίωσα ότι έστειλα έγγραφο στο υπουργείο για την άμεση αποστολή των βιβλίων και με έγραψε κανονικά. Πήγε εκεί με το έτσι θέλω και περίμενε σαν τον μπάστακα τον Υπουργό για να του μιλήσει και να λάβει μόνη της τα εύσημα» , συνέχισε ο Φρειδερίκος στον ίδιο τόνο και πνίγηκε με το χασμουρητό του.

Η αδιάλειπτη νιρβάνα του ήταν ιδιαιτέρως ευεργετική για τους νευρασθενικούς, αλλά και για εκείνους που υπέφεραν από χρόνια αυπνία. Όσο οι φθόγγοι προσπαθούσαν να απεγκλωβιστούν από τα δόντια του Φρειδερίκου, οι μεν ξανάβρισκαν τη γαλήνη, οι δε νανουρίζονταν στην καρέκλα τους. Δεν ήταν εύκολο για τους συναδέλφους του να συνηθίσουν αυτό το στυλ. Πολλοί, αρχικά μπερδεύτηκαν. Τον έβλεπαν να μιλάει, σέρνοντας τις λέξεις και κοιτάζοντας στο άπειρο σαν να περιμένει να πάρει απάντηση και θεωρούσαν ότι έχει το κληρονομικό χάρισμα. Χωρίς να το καταλάβει, του έχωναν δυο φυλλαράκια δάφνης στο στόμα και περίμεναν να αραδιάσει κανέναν χρησμό. Αλλά ο Φρειδερίκος συνέχιζε να περιγράφει την καθημερινότητά του στο σχολείο σαν να πέρασε από πάνω του τρένο, οδοστρωτήρας και απορριμματοφόρο.

Η κατάσταση χειροτέρεψε, όταν του φόρτωσαν σταδιακά όλα τα φιλολογικά μαθήματα, λόγω έλλειψης εκπαιδευτικού προσωπικού. Ξεκίνησε να διδάσκει μόνο Λογοτεχνία και στα μέσα της χρονιάς, του πρόσθεσαν επίσης Γλώσσα, Αρχαία, Ιστορία και μπόνους: Κοινωνική και Πολιτική Αγωγή. Με τέτοιο επιβαρυμένο πρόγραμμα, ο Φρειδερίκος ήρθε και κλάταρε. Δεν τους έφτανε που έμοιαζε ήδη με επιβάτη του βαποριού απ’ την Περσία, τον ρήμαξαν στη συνέχεια και τον έκαναν Ρόμποκοπ.

Μετά την παραίτηση μίας εκπαιδευτικού, τοποθετήθηκε στο σχολείο η Ελίζα, η οποία δεν είχε διοριστεί εξ’ αρχής, καθώς στον πίνακα μοριοδότησης, είχε βρεθεί στην 16η θέση. Με την πρώτη αποχώρηση, προσλήφθηκε ένας αγγλικός που ορίστηκε και πρόεδρος του Συλλόγου Διδασκόντων και με τη δεύτερη, το σχολείο απέκτησε δεύτερη φιλόλογο, την Ελίζα, στην οποία μοιράστηκαν κάποια τμήματα των Αρχαίων και της Έκθεσης.

Προς στιγμή, ο Φρειδερίκος χάρηκε, ανασηκώνοντας απλά τα φρύδια του, με τη σκέψη ότι θα μπορέσει επιτέλους να ανασάνει. Σύντομα όμως το όνειρο μετατράπηκε σε εφιάλτη, όταν η Ελίζα, που είχε πάρει σοβαρά το ρόλο της, άρχισε να του γίνεται στενός κορσές, χρεώνοντάς του το χαμηλό επίπεδο των μαθητών και την ακάλυπτη ύλη. «Τι ‘ναι αυτά, ρε;», τον ξεφώνιζε στο συμβούλιο. «Τίποτα δεν κάνατε τόσο καιρό; Άλλον περιμένατε για να βγάλει το φίδι από την τρύπα; Ντιπ άχρηστοι είστε; Ήθελα να ‘ξερα, με τι κριτήρια σας διορίζουν; Αφού μέχρι να σηκώσετε το ένα πόδι, έχει βρωμίσει το άλλο. Τι ‘ναι αυτά, ρε;», επαναλάμβανε σε κάθε ευκαιρία.

Μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα, ο Φρειδερίκος δεν ήθελε να τη βλέπει, ούτε ζωγραφιστή. Άκουγε Ελίζα και γινόταν μπουχός, που λέει ο λόγος… Γιατί μέχρι να κρυφτεί πίσω από κανέναν ψύκτη, εκείνη τον προλάβαινε και ξεκινούσε τον εξάψαλμο. Η Ελίζα θεωρούσε τόσο ανίκανο τον Φρειδερίκο που έφτασε στο σημείο να μεριμνήσει αυτοβούλως για την προμήθεια των φιλολογικών βιβλίων, με τη βοήθεια φίλου – δωρητή.

Με τον καιρό, η νέα φιλόλογος αποθεώθηκε από τους μαθητές και ο Φρειδερίκος πήρε την απόφαση να εγκαταλείψει τη διδασκαλία και να γίνει σκιτσογράφος στις όχθες των Λαζαρέτων. Από την άλλη, την επόμενη χρονιά, η Ελίζα έμεινε ξανά εκτός σχολείου, λόγω χαμηλών μορίων και οι νεοδιορισθέντες εκπαιδευτικοί περιμένουν να αναδειχθούν οι καινούριοι «Τομ και Τζέρυ» που θα τους διασκεδάζουν, καθ’ όλη τη διάρκεια της θητείας τους.

Διαβάστε ακόμα