Ο άρχων Σάκης Ισαποστα-Σάκης

Κάποτε, ήταν ένας άρχοντας, που τον έλεγαν Σάκη. Ο άρχοντας αυτός είχε τη φήμη πως είναι δίκαιος και καλός. Τόσο πολύ είχε προχωρήσει αυτή η φήμη, περί της δικαιοσύνης που τον διακατείχε, που πλέον, δεν μπορούσε πια να πάρει ούτε μίαν απόφαση που να έχει ξεκάθαρη θέση. “Όχι”, έλεγε ο άρχοντας Σάκης. “Πρέπει να κρατάμε ίσες αποστάσεις”.

Τόσο πολύ την έλεγε αυτή τη φράση, που στην πόλη άρχισαν χαϊδευτικά να τον φωνάζουν όλοι Ισαποστα-Σάκη.

Κάποια μέρα, λοιπόν, ο άρχοντας Σάκης Ισαποστα-Σάκης, αποφάσισε να πάει μία περιοδεία στην πόλη να δει λίγο τους υπηκόους του και να συζητήσει μαζί τους, μιας και εν γένει ήταν αγαπητός από τον κόσμο.

Περπατώντας ο άρχοντας Σάκης Ισαποστα-Σάκης, συνάντησε έναν φίλο του έμπορο. “Φίλε μου και άρχοντά μου, Σάκη, θέλω να σου κάνω ένα δώρο”, του λέει ο φίλος του, που είχαν κάνει ένα φεγγάρι μαζί φαντάροι, πριν γίνει ο Σάκης άρχοντας. “Θα σου δώσω έναν πανέμορφο χιτώνα, κεντημένο στο χέρι από κινέζικο μετάξι, να τον φοράς να σου φωτίζει το πρόσωπο, επειδή είναι ουρανογαλαζομπλέ και ταιριάζει με τα χαρακτηριστικά σου”. Ο άρχοντας Σάκης αφού τον ευχαρίστησε, πήρε τον χιτώνα και υποσχέθηκε ότι θα τον φορέσει στην επόμενη κιόλας επίσημη εμφάνισή του.

Λίγο αργότερα, ο άρχοντας Σάκης Ισαποστα-Σάκης έκοβε βόλτες στην αγορά και πέφτει πάνω σε έναν πολύ γνωστό έμπορο, τον οποίον κι εκείνον εγνώριζε καλά, αν και η γνωριμία τους έγινε αφού ο Σάκης είχε πάρει τη θέση του προηγούμενου άρχοντα. “Φίλε μου και άρχοντά μου”, του λέει ο γνωστός έμπορος, “έμαθα από τους αυλικούς σου ότι θα ερχόσουν στην αγορά και είπα να μου φτιάξουν τον καλύτερο χιτώνα, μόνο για σένα, ειδική παραγγελία. Είναι από κασμίρι, απαλός σα σύννεφο και ζεστός σαν την αγκαλιά της μάνας, σε πράσινο χρώμα για να σου τονίζει τα μάτια σου και στολισμένος με χρυσά κεντήματα”. Ο άρχοντας Σάκης θαύμασε τον χιτώνα, ευχαρίστησε τον έμπορο και του υποσχέθηκε, ότι θα τον φορέσει στην επόμενη κιόλας επίσημη εμφάνισή του.

Συνεχίζοντας τον περίπατό του στην αγορά, τον άρχοντα Σάκη Ισαποστα-Σάκη, χαιρετούν δύο ακόμη έμποροι, οι οποίοι πουλούσαν κυρίως έτοιμα χιτώνια και τα μαγαζιά τους ήταν το ένα απέναντι από το άλλο. “Άρχοντά μας”, του λένε οι έμποροι, “επέτρεψέ μας, μιας και η μοίρα σε έφερε να είσαι άρχοντας αυτού του τόπου, να σου κάνουμε ένα δώρο ο καθένας”. Πιάνει λοιπόν ο ένας έμπορος ένα πορτοκαλί χιτώνιο, βγάζει την ταμπελίτσα και του το δίνει με ευγένεια, την ώρα που και ο άλλος έμπορος τύλιγε ένα μαύρο χιτώνιο σε συσκευασία δώρου. Ο άρχοντας Σάκης Ισαποστα-Σάκης πήρε τα δώρα των εμπόρων και πεπεισμένος, ότι έπρεπε όλοι να έχουν ίση μεταχείριση, τους υποσχέθηκε, ότι θα φορέσει τα χιτώνια στην επόμενη κιόλας επίσημη εμφάνισή του.

Πέρασαν οι μέρες και έφτασε η ώρα, που ο άρχων Σάκης, θα απευθυνόταν στους υπηκόους του για ένα πολύ σημαντικό θέμα της πόλης.

Ωστόσο, τις τελευταίες νύχτες, ο άρχων Σάκης είχε σχεδόν αρρωστήσει από το άγχος. Φωνάζει, λοιπόν, τους πιο πιστούς του αυλικούς και τους λέει: “Αυτά εδώ τα τέσσερα χιτώνια, μου τα πρόσφεραν τέσσερις έμποροι στην αγορά και επειδή υποσχέθηκα στον πρώτο, ότι θα το βάλω στην επόμενη επίσημη εμφάνισή μου, έπρεπε να κρατήσω ίσες αποστάσεις και έτσι το υποσχέθηκα σε όλους τους. Το πρώτο χιτώνιο είναι όμορφο και απαλό, το δεύτερο είναι πολυτελές και ζεστό, το τρίτο είναι χαρούμενο και το τέταρτο στυλάτο. Τι θα κάνω τώρα; Αν φορέσω ένα απ' όλα, οι άλλοι τρεις έμποροι θα δυσαρεστηθούν. Πρέπει να κρατήσω ίσες αποστάσεις. Τι να κάνω;”.

Με τις ώρες κάθονταν ο άρχων Σάκης Ισαποστα-Σάκης, μαζί με τους αυλικούς του και συσκέπτονταν, να βρουν μία λύση, ώστε να κρατηθούν οι ίσες αποστάσεις.

Έτσι λοιπόν, την επόμενη μέρα, τα πλήθη άρχισαν να συρρέουν κάτω από το μπαλκόνι του άρχοντα Σάκη, ώστε να ακούσουν τα προστάγματά του. Ο άρχων Σάκης Ισαποστα-Σάκης, τράβηξε ελαφρά την κουρτίνα της μπαλκονόπορτας και μέσα στο πλήθος διέκρινε τους τέσσερις εμπόρους. “Ελπίζω να τους ευχαριστήσω όλους”, μουρμούρισε, “η λύση που σκέφτηκα είναι η πιο δίκαιη. Μα πόσο δίκαιος είμαι πια, ο δίκαιος άρχοντας;”.

Και με μιας, έχοντας και μεγάλη αυτοπεποίθηση για το δίκαιον της επιλογής του, ανοίγει την μπαλκονόπορτα και βγαίνει έξω στο μπαλκόνι, χαιρετώντας το πλήθος.

Ενεός έμεινε, όταν είδε τους εμπόρους να συνοφρυώνονται αρχικά και τελικά να γυρίζουν και να φεύγουν από την πλατεία κακιωμένοι. Ωστόσο δεν πρόλαβε καν να σκεφτεί γιατί και πώς, καθώς την πλατεία τράνταξε το γέλιο όλου του κόσμου που είχε μαζευτεί στην πλατεία. Άλλοι είχαν διπλωθεί στα δύο, άλλοι έκαναν αέρα στα πρόσωπά τους, άλλοι σκούπιζαν τα δάκρυα κι άλλοι έδειχναν με το δάχτυλο τον άρχοντα Σάκη, ο οποίος απορούσε κοιτώντας τον κακοραμμένο και στραβοχυμένο χιτώνα με τα γαλάζια μανίκια, τον πράσινο με χρυσά κεντήματα κορμό και τα πορτοκαλί και μαύρα μπατζάκια, τι πήγε στραβά και κακοκάρδισε τους φίλους του και γιατί γελούσε ο κόσμος.

Τέλος.

 

Διαβάστε ακόμα