Έναρξη του 7ου Syros Jazz Festival στο Θέατρο Απόλλων– Συνέντευξη του Βαγγέλη Αραγιάννη, μέλους της οργανωτικής επιτροπής του αγαπημένου μουσικού θεσμού

«Η τζαζ απευθύνεται σε όλον τον κόσμο»

Σπουδαία ονόματα της διεθνούς και της ελληνικής τζαζ σκηνής τιμούν και φέτος το Syros Jazz Festival, τον αγαπημένο μουσικό θεσμό στην πρωτεύουσα των Κυκλάδων, που επιστρέφει απόψε στο επιβλητικό Θέατρο Απόλλων για τον έβδομο κύκλο του.

Η νεαρή σαξοφωνίστρια Μελίνα Παξινού, παρέα  με τρεις από τους κορυφαίους Έλληνες μουσικούς της νέας γενιάς, τον πιανίστα Γιάννη Παπαδόπουλο, τον μπασίστα Ντίνο Μάνο και τον ντράμερ Δημήτρη Κλωνή, θα παρουσιάσει τον δεύτερο προσωπικό της δίσκο “Athens”.

Το αυριανό πρόγραμμα ξεκινά με μια σόλο εμφάνιση του βιρτουόζου πιανίστα David Helbock από την Αυστρία, βασισμένη στο νέο άλμπουμ του “Playing John Williams” με διασκευές σε γνωστά κινηματογραφικά θέματα, από τον “E.T.” και τον “Harry Potter” μέχρι το “Jurassic Park”. Στη συνέχεια ο σαξοφωνίστας Βασίλης Ξενόπουλος, θα παρουσιάσει τον ολοκαίνουριο δίσκο του “Dexterity” που περιλαμβάνει συνθέσεις ενός θρύλου, του τενόρου σαξοφώνου Dexter Gordon. Το κουαρτέτο του συμπληρώνουν ο Γιάννης Παπαδόπουλος στο πιάνο, ο Γιώργος Γεωργιάδης στο μπάσο και μια γνώριμη μορφή του Syros Jazz Festival, ο Κύπριος ντράμερ Ιωάννης Βαφεας.

Την Κυριακή 6 Οκτωβρίου, οι φίλοι του φεστιβάλ θα υποδεχτούν αρχικά τους Χρυσόστομο Μπουκάλη, Κώστα Γιαξόγλου και Νίκο Σιδηροκαστρίτη, ένα τρίο που δημιουργήθηκε πριν λίγα χρόνια για να ερμηνεύει τη μουσική ενός οραματιστή της τζαζ, του Charlie Haden. Η φετινή διοργάνωση ολοκληρώνεται με έναν ακόμη Έλληνα του εξωτερικού, τον κιθαρίστα Τάσο Σπηλιωτόπουλο που δουλεύει στη Στοκχόλμη. Θα έχει μαζί του το σταθερό γκρουπ του, που αποτελείται από τον Örjan Hultén (άλτο σαξόφωνο), τον Robert Erlandsson (κοντραμπάσο) και τον Fredrik Rundqvist (ντραμς).

Σημειώνεται, ότι όλες οι εκδηλώσεις έχουν ελεύθερη είσοδο για το κοινό.

Για την εξέλιξη του Syros Jazz Festival στο πέρασμα των ετών, τις σημαντικότερες στιγμές που το σημάδεψαν, αλλά και τη σχέση του Συριανού κοινού με τη τζαζ μουσική, μιλά στην «Κοινή Γνώμη», ο Βαγγέλης Αραγιάννης, εκ μέρους της Οργανωτικής Επιτροπής του Φεστιβάλ.

Το Syros Jazz Festival διανύει φέτος τον έβδομο χρόνο ζωής του, αποτελώντας και πάλι τον επίλογο του πολιτιστικού προγράμματος του νησιού. Πόσο έχει ωριμάσει από την πρώτη διοργάνωσή του μέχρι και σήμερα και ποια η θέση που κατέχει πλέον στη συνείδηση του κόσμου;

«Ασφαλώς έχουν αλλάξει και τα δύο, το ίδιο το φεστιβάλ αλλά και η ανταπόκριση του κοινού. Με το χρόνο εξάλλου, όλα ωριμάζουν. Το μεν φεστιβάλ έχει αποκτήσει χαρακτήρα και την αποδοχή των καλλιτεχνών, αλλά και κριτικών και δημοσιογράφων. Το δε κοινό είναι αλήθεια ότι τα πρώτα χρόνια ήταν κάπως διστακτικό. Να σκεφτείτε ότι πριν από δέκα περίπου χρόνια, πριν ακόμα ξεκινήσει το φεστιβάλ, είχαμε διοργανώσει με το τότε Πνευματικό Κέντρο του Δήμου Ερμούπολης μια συναυλία με τον Γιάννη Κασέτα στην οποία είχαν συμμετάσχει δύο απίστευτοι μουσικοί από τη Νέα Υόρκη: ο Miles Griffith και ο Clarence Penn. Μουσικοί που ταξιδεύει ο κόσμος από παντού στις ΗΠΑ να τους ακούσει. Και δεν είχαν έρθει στο Θέατρο Απόλλων πάνω από 80 άτομα! Είχαμε στενοχωρηθεί για τη δική μας προσπάθεια, αλλά πιο πολύ είχαμε ντραπεί απέναντι στους ίδιους τους καλλιτέχνες. Ευτυχώς τα πράγματα έχουν αλλάξει και ο κόσμος γεμίζει πια ασφυκτικά το θέατρο. Αυτό είναι εξάλλου που πετυχαίνει ένα φεστιβάλ, δημιουργεί ποιοτικό κοινό».

 

Η Σύρος και η Τήνος είναι δύο νησιά των Κυκλάδων, που υποστηρίζουν σημαντικά τη διεθνή και εγχώρια τζαζ σκηνή, μέσα από τα δικά τους επιτυχημένα φεστιβάλ. Πόσο εύκολο είναι να στηθεί και να καθιερωθεί μία τέτοια γιορτή σε έναν τόπο με πιο περιορισμένο κοινό;

«Είναι φυσικά ευχάριστο ότι ο κόσμος στα νησιά μας -και στην Πάρο και στη Σαντορίνη και αλλού- έχει την ευκαιρία να παρακολουθήσει αξιόλογες εκδηλώσεις μέσα από οργανωμένα φεστιβάλ.

Άλλο η διοργάνωσή τους μόνο απλή και εύκολη δεν είναι. Μια πρώτη δυσκολία για ένα τακτικό φεστιβάλ είναι να βρεθούν οι πόροι. Χρειάζεσαι υποστηρικτές, είναι αδύνατο το κοινό να καλύψει τα έξοδα, όσο και αν κάνεις -και κάνουμε- αυστηρή οικονομία. Ευτυχώς η Περιφέρεια Νοτίου Αιγαίου, ο Δήμος Σύρου-Ερμούπολης και πολλοί άνθρωποι του νησιού βοήθησαν από την πρώτη στιγμή.

Έπειτα, υπάρχει μια -ας την πούμε- «προκατάληψη» για την τζαζ. Ακόμα και η ίδια η λέξη τζαζ καμιά φορά ξενίζει. Θεωρείται δύσκολο άκουσμα που απευθύνεται σε λίγους ακροατές με ιδιαίτερες γνώσεις για να γίνει «κατανοητή». Τίποτα τέτοιο. Η τζαζ απευθύνεται σε όλον τον κόσμο. Το μόνο που απαιτεί, είναι να έχεις ανοιχτά αυτιά και να συμμετέχεις ενεργά σε αυτό που ακούς».

 

Ποια είναι τα κριτήρια βάσει των οποίων στήνετε το ετήσιο πρόγραμμά σας; Στρέφεστε κυρίως σε ονόματα τα οποία αξίζει να μάθει το κοινό ή εντάσσετε και καλλιτέχνες δημοφιλείς ακόμη και σε εκείνους που δεν ακολουθούν πιστά τη τζαζ;

«Δεν υπάρχουν στεγανά μεταξύ των διαφόρων «ειδών» μουσικής. Η ίδια η τζαζ άλλωστε προήλθε από έναν συγκερασμό μουσικών στοιχείων και κοινωνικών εξελίξεων, δεν είναι ούτε «καθαρή», ούτε στατική. Εξελίσσεται διαρκώς. Γι’ αυτό προσπαθούμε να επιλέγουμε μουσικούς που όχι μόνο πιστεύουμε ότι θα αρέσουν στο κοινό, αλλά επιπλέον κινούνται σε διαφορετικούς χώρους. Όλα αυτά βέβαια μέσω ενός προσεκτικού πλάνου που λαμβάνει υπόψη τα περιορισμένα οικονομικά μας».

 

Ποιες στιγμές ξεχωρίζετε από την έναρξη του φεστιβάλ μέχρι και σήμερα; Ποιες εμφανίσεις έχουν αφήσει ιστορία και ποιοι καλλιτέχνες έχουν αποκτήσει καλούς φίλους στην πρωτεύουσα των Κυκλάδων μετά τη συμμετοχή τους;

«Υπήρξαν πολλές ωραίες στιγμές στην πάροδο των προηγούμενων ετών. Θυμάμαι για παράδειγμα τον ντράμερ Michael Vatcher, που μπήκε για πρώτη φορά στο Θέατρο κι έμεινε άφωνος με αυτό που αντίκρισε. Κάθισε κάτω στη σκηνή κι ύστερα έμεινε να κοιτά αμίλητος τις οροφογραφίες για 5-10 λεπτά. Το βράδυ, παίζοντας με το τρίο Braam/DeJoode/Vatcher από την Ολλανδία έκανε ένα από τα πιο ωραία σόλο ντραμς που έχω ακούσει στη ζωή μου. Την ίδια μέρα ο Wilbert DeJoode (μπασίστας του γκρουπ), διακρίνοντας ένα μικρό βαθούλωμα στη σκηνή του θεάτρου ρώτησε ευγενικά “μπορώ να ακουμπήσω εδώ το καρφί του μπάσου μου;” (την προέκταση με την οποία αυξομειώνεται το ύψος του κοντραμπάσου), δείχνοντας την παιδεία που έχουν αυτοί οι μουσικοί, αλλά και το με πόσο σεβασμό οφείλουμε όλοι μας να αντιμετωπίζουμε τέτοιους χώρους...

Αλλά εκείνο που μας συγκινεί περισσότερο είναι η επιθυμία των καλλιτεχνών να επιστρέψουν στο Θέατρο Απόλλων και την Ερμούπολη, μια πόλη που τους εντυπωσιάζει με την αρχιτεκτονική και το χαρακτήρα της και -πλέον- με το κοινό της. Δείχνει ότι με επιμονή και συνέπεια ένα φεστιβάλ μπορεί να χτίσει μια παράδοση και από τις δυο πλευρές της σκηνής».

Ποιες είναι οι εκπλήξεις που επιφυλάσσει στο κοινό η φετινή έβδομη διοργάνωση;

«Ίσως ακουστεί κοινοτοπία, αλλά είναι λογικό να συμβαίνει όταν «κλείνεις» μια μεγάλη μουσική σκηνή σε ένα τριήμερο: Όλες οι συναυλίες του φετινού προγράμματος έχουν ξεχωριστό ενδιαφέρον. Είμαστε περήφανοι που πετύχαμε -όχι εύκολα- να φέρουμε στη Σύρο τους συγκεκριμένους μουσικούς, με διεθνή εμπειρία και καριέρα, όλοι τους. Τους περισσότερους θα έπρεπε να ταξιδέψει κάποιος στο εξωτερικό για να τους ακούσει».

 

Η συνεργασία του Syros Jazz Festival με άλλα εξίσου επιτυχημένα φεστιβάλ του νησιού αποτελεί έναν από τους μελλοντικούς στόχους σας;

«Υπάρχει αυτό και πολλά άλλα βήματα που θέλουμε να κάνουμε. Θέλουμε για παράδειγμα να δώσουμε περισσότερο εκπαιδευτικό χαρακτήρα στο φεστιβάλ

. Να δούμε πώς μπορούν οι νέοι μουσικοί, από όλη την Ελλάδα να συναντηθούν στο Θέατρο με τα μεγαλύτερα ονόματα πάνω στη σκηνή, αλλά και να παρουσιάσουν τη δουλειά τους. Μια άλλη ιδέα είναι να ξεκινήσουμε να παρουσιάζουμε κάθε χρόνο έναν τουλάχιστον μουσικό που «παντρεύει» τη τζαζ με ένα εθνικό μουσικό ιδίωμα. Ιδέες υπάρχουν, ο σημαντικότερος περιορισμός είναι το κόστος. Θα δούμε. Το σίγουρο είναι ότι το φεστιβάλ θα γίνεται κάθε χρόνο πιο ενδιαφέρον. Και να πούμε από τώρα για πρώτη φορά ότι την επόμενη χρονιά το φεστιβάλ θα είναι αφιερωμένο στις γυναίκες της τζαζ».