Σκοπός

Δημ. Α. Σιδερής, Ομ. Καθ. Καρδιολογίας, Dimitris.sideris@gmail.com
  • Τρίτη, 30 Ιουνίου, 2015 - 06:20

Λέγαμε πως η βάση της συμπεριφοράς μας είναι τα αντανακλαστικά. Με κάποια γεννιόμαστε· άλλα, τα εξαρτημένα, τα σχηματίζομε τα θερμόαιμα ζώα, ενόσω ζούμε. Ειδικά οι άνθρωποι, δημιουργούμε και δευτεροβάθμια εξαρτημένα αντανακλαστικά. Χάρη σ’ αυτά διαμορφώνομε, μόνον εμείς οι άνθρωποι, και δευτεροβάθμια νόηση, γνώση, συναίσθημα (στάση), βούληση. Χάρη σ΄ αυτά και στο ότι ζούμε σε μια κοινωνία, αναπτύξαμε έννοιες που είναι πλαίσια μέσα στα οποία ταξινομούνται οι εμπειρικές έννοιες που εισαχθήκανε μέσα μας διαμέσου των αισθητηρίων μας. Αυτές οι έννοιες-πλαίσια αντιστοιχούν περίπου στις κατηγορίες του Αριστοτέλη ή στις a priori έννοιες του Καντ. Η δευτεροβάθμια γνώση μας αντιστοιχεί στη συνείδηση. Η δευτεροβάθμια στάση και βούληση στο υποσυνείδητο. Η πρωτοβάθμια στάση και βούληση ταλαντώνονται. Για παράδειγμα, η βούλησή μας να φάμε ταλαντώνεται από το «θέλω να» φάω στο «θέλω να μη» φάω και πάλι ξανά «θέλω να». Όχι όμως και η δευτεροβάθμια, όπως θα δούμε.

Λέγαμε ακόμη (Πότε γεννήθηκα) ότι η ύπαρξή μας είναι τρισυπόστατη. Είναι το αισθητό, το νοητό και το κοινωνικό Εγώ. Και τα κίνητρά μας μπορούν να θεωρηθούν από τις τρεις όψεις του Εγώ μας. Σαν παραλλαγή των κινήτρων του Maslow, στη βάση είναι τα κίνητρα του αισθητού Εγώ, πιο πάνω του κοινωνικού και στην κορυφή του νοητού Εγώ. Τα κίνητρα του αισθητού Εγώ είναι υποχρεωτικά, ανταποκρινόμαστε σ’ αυτά αντανακλαστικά. Αποτελούν ΑΙΤΙΑ της συμπεριφοράς μας. Είναι η νύστα, η πείνα, η δίψα, η έπειξη για ούρηση ή αφόδευση, η επιθυμία για έρωτα κλπ. Μοιάζουν να εκπληρώνουν τους σκοπούς κάποιας άγνωστης δημιουργού δύναμης, συνδέονται με τα ένστικτά μας της αυτοσυντήρησης κυρίως και της αναπαραγωγής. Αντίθετα, τα κίνητρα του νοητού Εγώ, είναι η αυτοπραγμάτωση. Δεν αποτελούν την αιτία, αλλά το ΣΚΟΠΟ των δραστηριοτήτων μας, ένα σκοπό όμως που επιλέξαμε μόνοι μας με το μηχανισμό των δευτεροβάθμιων εξαρτημένων αντανακλαστικών μας.

Πολύ σημαντικό εργαλείο της νόησής μας είναι η προσοχή. Με την προσοχή αμβλύνεται η ευαισθησία όλων των αισθήσεών μας εκτός από μίας, εκείνης στην οποίαν εστιάζεται η προσοχή. Η στροφή της προσοχής προς μια κατεύθυνση γίνεται είτε από ένα αιφνίδιο ισχυρό ερέθισμα που διεγείρει ένα αισθητήριό μας είτε κατευθυνόμενη από κάποιο σκοπό μας. Υπάρχει σημαντική διαφορά μεταξύ τους. Η προσοχή που αποσπάται προς μια αίσθηση που διεγέρθηκε απότομα δεν κουράζεται. Αντίθετα, εκείνη που κατευθύνεται από ένα σκοπό κοπούται. Δεν μπορούμε να έχουμε τεντωμένη την προσοχή μας αδιαλείπτως για πάνω από λίγα δευτερόλεπτα. Με διαλείμματα μπορούμε να προσέχουμε κάτι για τρεις ώρες το πολύ. Μετά πρέπει να ξεκουραστούμε, συχνά με ύπνο, για να μπορέσουμε πάλι να επικεντρωθούμε στο σκοπό μας. Μ΄ άλλα λόγια η ένταση της προσοχής που εστιάζεται από ένα σκοπό ταλαντώνεται. Όχι όμως ο σκοπός, που μένει αμετακίνητος.

Με την προσοχή είναι σα να παρελαύνουν στη συνείδησή μας ταχύτατα ποικίλες παραστάσεις που ανακαλούνται από τη μνήμη, καθώς και τυχαία αισθήματα και όλα αυτά ελέγχονται αν ταιριάζουν με το σκοπό που έχομε θέσει. Κάποια στιγμή μπορεί να βρεθεί τέτοιο ταίριασμα. Είναι η στιγμή του «Εύρηκα» του Αρχιμήδη, μιας έμπνευσης γνωστικής, επιστημονικής ή καλλιτεχνικής.

Τα ζώα εκτός από τον άνθρωπο δεν έχουν δευτεροβάθμια νόηση και, επομένως, δεν μπορούν να έχουν σκοπό. Η ύπαρξή του είναι προνόμιο (ή συμφορά) του ανθρώπου. Η συμπεριφορά των ζώων κατευθύνεται μόνο από αιτίες ή από σκοπούς έξω από αυτά, εκείνους που τους όρισε ο δημιουργός τους. Όλα αυτά έχουν στενή σχέση με το νόημα της ελευθερίας, της ελευθερίας της βούλησης.

Κατά τον Kant (αλλά το υπονοούσε ήδη ο Αριστοτέλης) ελευθερία δεν είναι μόνο να μην κάνει κάποιος κάτι που ικανοποιεί τους σκοπούς κάποιου άλλου· είναι προπάντων να κάνει κάποιος κάτι που ικανοποιεί το δικό του σκοπό. Αυτή είναι η περίφημη ελευθερία της βούλησης, που είναι απεριόριστη, μοναδική ιδιότητα του ανθρώπου. Είναι απεριόριστη, διότι σημαίνει επιλογή από νοητές δυνατότητες που βρίσκονται στη φαντασία μας, χωρίς κανένα φυσικό ή κοινωνικό περιορισμό επομένως. Μέσα στα απέραντα πλαίσια της φαντασίας το πλήθος των επιλογών μπορεί να καθορίζεται από την παιδεία του καθενός. Το πλήθος των επιλογών αυξάνουν οι ανθρωπιστικές επιστήμες και το περιορίζει η πλύση εγκεφάλου. Αντίθετα, οι επιλογές του αισθητού Εγώ (η αισθητή ελευθερία του) επεκτείνονται με τις φυσικές επιστήμες, αλλά υπάρχει ένα απαράβατο όριο, οι αμείλικτοι φυσικοί νόμοι. Όμοια, οι επιλογές του κοινωνικού Εγώ (η κοινωνική ελευθερία του) επεκτείνονται με τις κοινωνικές επιστήμες, αλλά κι αυτές έχουν ένα απαράβατο όριο, τους κοινωνικούς νόμους. Όπως η ύπαρξη σκοπού (χάρη στα δευτεροβάθμια εξαρτημένα αντανακλαστικά) έτσι και η ελευθερία αποτελεί μοναδική ανθρώπινη ιδιότητα.

Απαραίτητο στοιχείο της ελευθερίας, επομένως, είναι η ύπαρξη σκοπού, να ξέρουμε τι επιδιώκομε. Η στάση «δεν μπορώ να δεσμεύομαι από συγκεκριμένο σκοπό» σημαίνει υποδούλωση. Όταν βγαίνω στο δρόμο χωρίς σκοπό, είμαι ευάλωτος να παρασυρθώ από τυχαία γεγονότα, από κάποιον που θα συναντήσω και θα μου πει «πάμε στο ποδόσφαιρο ή στην ταβέρνα ή οπουδήποτε αλλού, να κάνουμε τούτο ή εκείνο». Μόνο όταν είμαστε δεσμευμένοι από ένα σκοπό που έχομε αποφασίσει μόνοι μας, μόνο τότε είμαστε πραγματικά ελεύθεροι, αλλιώς ρέπομε να υπηρετήσουμε τους σκοπούς κάποιων άλλων.

Η μακρόχρονη πολιτική μας, με κάποιες βραχυπρόθεσμες εξαιρέσεις, χαρακτηρίζεται από την ανυπαρξία σκοπού. Δεν έχομε αποφασίσει τι ακριβώς θέλομε. Ο σκοπός μπορεί να είναι καλός ή κακός. Κατά κανόνα έχει και σοβαρό τίμημα. Όμως πρέπει να υπάρχει. Θυμίζω παραδείγματα είτε συμφωνείτε είτε διαφωνείτε: Καποδίστριας (δολοφονία του)· Τρικούπης (πτώχευση)· Βενιζέλος (μικρασιατική καταστροφή)· Καραμανλής (συνέχιση διχασμού ως την κυπριακή συμφορά)· Σημίτης (διαφθορά) κλπ. Όμως σ’ αυτούς υπήρχαν σκοπός και δημιουργία. Ρώτησα κάποιον κι αυτός διαμαρτυρήθηκε: «Ασφαλώς ξέρομε τι θέλομε. Να μας δανείσουν χρήματα και να μην τα επιστρέψουμε!». Υπεκφυγή. Το «να μη θέλουμε να τα επιστρέψουμε» δηλώνει τι δεν θέλομε, όχι τι θέλομε. Και το «θέλομε να μας δανείσουν» δεν απαντά στο: «, τι θέλομε να κάνουμε τα χρήματα που θα μας δανείσουν;» Παρόμοιο πρόβλημα υπάρχει, όταν ακούμε πολιτικούς ή και διανοουμένους να ζητούν «αλλαγή». Για παράδειγμα, «αλλαγή νοοτροπίας!» Μα αλλαγή δεν σημαίνει να καταργήσουμε κάτι παλιό, αλλά να επιδιώξουμε να το αντικαταστήσουμε με κάτι καινούριο. Ποιο είναι αυτό; Οι δυσαρεστημένοι από το κόμμα ή την κυβέρνησή τους που ζητάνε αλλαγή, επισημαίνουν τα στραβά που οδήγησαν στην ήττα, αλλά, όταν τους ζητηθεί να διατυπώσουν το σκοπό τους, με τι καινούριο θέλουν να αλλάξουν το παλιό, εννοούν απλά αλλαγή αρχηγού.

Διαβάστε ακόμα