Του Δημήτρη Αντ. Σιδερή, ομ. καθηγητή καρδιολογίας

Μυθολογικοί έρωτες

  • Τρίτη, 8 Ιουλίου, 2025 - 06:22

Όλων των λαών οι μύθοι είναι γεμάτοι περιπέτειες κάποιων όντων που άλλα, τα πιο παλιά συνήθως, είναι αθάνατα κι άλλα θνητά. Η ιστορική ύπαρξή τους προφανώς αμφισβητείται. Όμως τα έργα που περιγράφεται πως έκαναν είναι σε μεγάλο βαθμό πραγματικά. Ποιοι ήταν αυτοί οι επώνυμοι μυθικοί ήρωες;

Η πιο οικεία μυθολογία μας είναι η Ελληνική και η Εβραϊκή. Θα ξεκινήσω από την Εβραϊκή. Ο Θεός δημιούργησε τον κόσμο και έπλασε τον Αδάμ και την Εύα. Από προφορική παράδοση και από καταγραφή στη συνέχεια στη Γένεση ξέρομε τι λεγόταν πως έγινε. Από τους πρωτοπλάστους γεννήθηκαν τα παιδιά τους, ο Κάιν και ο Άβελ, που σκοτώθηκε από τον Κάιν, και στη συνέχεια ο Σηθ. Θα πρέπει να γεννήθηκαν και κορίτσια, αλλιώς πώς αυτοί άφησαν απογόνους; Όμως η Βίβλος γράφει σαφώς πως εκτός από αυτούς, τους επώνυμους, ανθρώπους, υπήρχαν και άλλοι, πολλοί. Όταν ο Κάιν σκότωσε τον αδελφό του, ο Θεός δεν τον τιμώρησε, αλλά τον σημάδεψε. Και ο Κάιν παραπονέθηκε στο Θεό. Έτσι σημαδεμένος που ήταν όλοι θα τον αναγνώριζαν και θα τον σκότωναν. Όλοι! ποιοι όλοι; Ποιό ήταν αυτό το ανώνυμο πλήθος; Επώνυμοι όμως έτσι που θυμόμαστε τα ονόματά τους ήταν μόνον ο Αδάμ, η Εύα και οι απόγονοί τους. Σε τι διέφεραν από τους υπολοίπους;

Οι Πρωτόπλαστοι ήταν οι πρώτοι άνθρωποι όχι που δημιουργήθηκαν, αλλά που ξεκίνησαν την κοινωνία. Κοινωνία σημαίνει απαγορεύσεις πέρα από τις φυσικές, των φυσικών νόμων. Οι κυριότερες απαγορεύσεις ήταν διατροφικές και αναπαραγωγικές. Οι πρωτόπλαστοι δεν έπρεπε να φάνε τον απαγορευμένο καρπό. Δηλαδή δεν έτρωγαν τους καρπούς που συνέλεγαν ούτε τα ζώα που εξέτρεφαν, αλλά τα διατηρούσαν για να αναπαραχθούν. Προηγουμένως, όλοι οι άνθρωποι, όπως όλα τα ζώα μάζευαν τροφή και έτρωγαν ώσπου να χορτάσουν· στην κοινωνία εξακολουθούν να μαζεύουν τροφή για να την αποθηκεύσουν και αναπαραχθεί.

Οι Πρωτόπλαστοι κάλυψαν τα γεννητικά τους όργανα με φύλλα συκιάς; Γιατί; Μα για να μην προκαλούν το άλλο φύλο και να είναι έτσι γνωστό σε όλους κάθε παιδί που γεννιόταν όχι μόνο ποιαν είχε μητέρα, αλλά και ποιον είχε πατέρα. Έτσι η περιουσία, το κεφάλαιο, δεν σκόρπιζε μετά το θάνατο του ιδιοκτήτη του, διότι ήταν γνωστό στον καθένα ποιος θα το κληρονομούσε και θα το συντηρούσε.

Όλοι οι υπόλοιποι, το μεγάλο πλήθος, απλώς ακολουθούσε τους επώνυμους, διότι κοντά τους εύρισκε στοιχειώδη τροφή και προστασία. Τα ανάλογα έγιναν κι άλλες φορές. Με τον κατακλυσμό πέθαναν όλοι οι άνθρωποι, εκτός από τον ευφυή εκείνο Νώε που ναυπήγησε μια κιβωτό, ένα καράβι, στη στεριά και είχε την εξυπνάδα να πάρει μαζί του, όχι βέβαια όλα τα ζώα, αλλά όλα τα ζώα που εξέτρεφε, κατσικοπρόβατα, βοοειδή, κότες, περιστέρια κλπ. Μεριμνούσε για το μέλλον, για όταν θα έπαυε κάποτε ο κατακλυσμός. Φυσικά δεν πνίγηκε όλος ο κόσμος που δεν ήταν στην κιβωτό. Πολλοί επέζησαν με ποικίλους τρόπους, αλλά δεν είχαν την εξυπνάδα να περισώσουν και την περιουσία τους. Έτσι παρέμειναν κοντά στους επώνυμους γιους του Νώε, τον Σημ, το Χαμ και τον Ιάφεθ, αφού κοντά τους θα έβρισκαν ένα ψίχουλο να φάνε και να επιζήσουν. Φυσικά, όλοι αυτοί οι ανώνυμοι ήταν κατά κάποιον τρόπο υποτελείς ή υπήκοοι, στους επώνυμους, απ΄ αυτούς εξαρτιόταν η επιβίωσή τους.

Παρόμοια έγιναν και στους Ελληνικούς μύθους. Ο Δευκαλίωνας, εγγονός του Ιαπετού, που είχε το ίδιο όνομα με το βιβλικό Ιάφεθ, επέζησε με πλοίο από τον Ελληνικό κατακλυσμό. Όταν αποσύρθηκαν τα νερά, αυτός και η γυναίκα του, η Πύρρα, κατέβηκαν την πλαγιά του Παρνασσού και πετούσαν πέτρες πίσω τους. Από τις πέτρες του Δευκαλίωνα φύτρωναν άντρες και από της Πύρρας γυναίκες. Έτσι βλάστησε ο ανώνυμος κόσμος στην Ελλάδα. Οι πέτρες ονομάζονταν λάας. Από το λάας προέρχονται λέξεις όπως λατομείο (=λιθοτομείο), λαξεύω (=λιθοξέω), λαλάρια (=βότσαλα). Υποστηρίχθηκε πως και το όνομα λαός έχει την ίδια προέλευση, αλλά δεν φαίνεται πιθανό. Στην Μυθολογία κανένας ανώνυμος δεν είχε την ευφυΐα του Δευκαλίωνα να επιβιώσει όπως αυτός κι έτσι τον ακολούθησαν έχοντάς τον βασιλιά κι αυτοί υπήκοοί για να επιβιώσουν. Εκτός όμως από αυτούς τους ανώνυμους, το ζευγάρι γέννησε και παιδιά, τον Δώρο, τον Αίολο και τον Ξούθο (ξανθό) από τον οποίον γεννήθηκαν ο Αχαιός και ο Ίωνας. Αυτοί ήταν οι πρόγονοι των Ελλήνων. Υπήρχαν όμως και άλλοι επώνυμοι. Από την κόρη του Δευκαλίωνα, την Πανδώρα, γεννήθηκε ο Γραικός με πατέρα το Δία. Δηλαδή ο πατέρας ήταν άγνωστος! Ο Γραικός εγκαταστάθηκε κάπου δυτικά. Οι δυτικοί λαοί αυτόν γνώρισαν από την ευρεία οικογένεια των Ελλήνων και έδωσαν το όνομα του Γραικού σε όλους τους Έλληνες. Ο Ίωνας πήγε στην Ανατολή κι έτσι οι Ανατολικοί λαοί ονόμασαν Ίωνες (Γιουνάν) όλους τους Έλληνες. Στη συνέχεια έγινε βασιλιάς των Αθηνών. Από τη Θυία, μιαν άλλη κόρη του Δευκαλίωνα, πάλι με πατέρα το Δία, γεννήθηκαν ο Μακεδόνας και ο Μάγνητας που από αυτούς πήραν τα ονόματά τους η Μακεδονία και η Μαγνησία. Έτσι, οι Γραικοί, οι Μακεδόνες και οι Μάγνητες ήταν κατά κάποιον τρόπο εξαδέλφια των Ελλήνων, αλλά είχαν κληρονομήσει όλοι την ίδια σοφία από το σοφό ευεργέτη της ανθρωπότητας, τον παππού τους τον Προμηθέα.

Πάντα υπήρχε το δίλημμα αν κάποιος είναι ένας από εμάς ή διαφορετικός. Ο Δημάρατος ανάγει την ταυτότητα στο ομόηθες, ομόθρησκο, όμαιμο, ομόγλωσσο. Ο Ισοκράτης όμως απέρριψε το όμαιμο και κράτησε μόνο το ομόηθες, συμπεριλαμβάνοντας τη γλώσσα και τη θρησκεία. Τὸ τῶν Ἑλλήνων ὄνομα πεποίηκε μηκέτι τοῦ γένους ἀλλὰ τῆς διανοίας δοκεῖν εἶναι καὶ μᾶλλον Ἓλληνας καλεῖσθαι τοὺς τῆς παιδεύσεως τῆς ἡμετέρας ἤ τοὺς τῆς κοινῆς φύσεως μετέχοντας. Παρά το ότι ακόμη σήμερα, αρκετοί ψάχνουν να βρουν το όμαιμο, το κοινό DNA, ως αποδεικτικό της εθνικής ταυτότητας, η άποψη του Ισοκράτη πως αυτό που μετράει είναι η κοινή παιδεία επικράτησε γενικά στον Ελληνικό χώρο. Έτσι, η παράδοση θέλει Έλληνες πολλούς ήρωες που δεν κατάγονται από τον Έλληνα και την ευρεία οικογένειά του. Ο Πέλοπας, παππούς του Αγαμέμνονα και του Μενελάου, είχε έλθει μετανάστης από τον Καύκασο. Ο Κάδμος, ιδρυτής των Θηβών είχε έλθει, μετανάστης κι αυτός, από τη Φοινίκη (σύγχρονη Συρία, Λίβανο). Ο Λυγκέας, βασιλιάς του Άργους ήταν Αιγύπτιος. Αλλά και ο ίδιος ο Έλληνας, επίσημος γενάρχης των Ελλήνων ήταν δισέγγονος του Ιαπετού, που όπως είπαμε, είχε έλθει στην Ευρώπη από το Αραράτ της Αρμενίας, μετά τον κατακλυσμό.

Διαβάστε ακόμα