Ο κλάδος της μελισσοκομίας στο επίκεντρο των Κυκλάδων

Επάγγελμα του μέλλοντος (;)

- Μεγάλη συμμετοχή εν δυνάμει παραγωγών στο σεμινάριο μελισσοκομίας στη Σύρο- Για τις ιδιαιτερότητες του επαγγέλματος μίλησε στην “Κοινή Γνώμη” η γεωπόνος Σοφία Γούναρη

Συνεχώς αυξανόμενος είναι ο αριθμός των νέων ανθρώπων, οι οποίοι αναζητώντας ευκαιρίες επαγγελματικής αποκατάστασης στρέφονται στον πρωτογενή τομέα της οικονομίας, με την επιθυμία να καινοτομήσουν στην επιχειρηματικότητα.

Ανάμεσα στις εργασίες που τα τελευταία χρόνια συγκεντρώνουν υψηλό ενδιαφέρον από εν δυνάμει παραγωγούς, που θεωρούν ότι η ενασχόληση με τη γη είναι το επάγγελμα του μέλλοντος, είναι και ο κλάδος της μελισσοκομίας.

Αξίζει να σημειωθεί, ότι το “ΚΕΚ Γεννηματάς”, στο πλαίσιο του έργου “Σχεδιασμός και Υλοποίηση προγραμμάτων κατάρτισης στο Νομό Κυκλάδων” με χρηματοδότηση της Περιφέρειας Νοτίου Αιγαίου από ιδίους πόρους υλοποίησε δωρεάν σεμινάριο μελισσοκομίας στη Σύρο.

Οι συμμετέχοντες είχαν την ευκαιρία να ενημερωθούν για θέματα που αφορούν το βιολογικό κύκλο του μελισσιού, τη συμπεριφορά του μελισσιού- μέλισσας- σμηνουργία, την παραγωγή - αναπαραγωγή βασιλισσών και την παραγωγή προϊόντων. Παράλληλα, παρουσιάστηκαν και θέματα που αφορούν μελισσοκομικούς χειρισμούς κατά τη διάρκεια του έτους, ασθένειες μελισσών και την αντιμετώπισή τους, καθώς και νέα συστήματα διαχείρισης.

Το σεμινάριο πραγματοποιήθηκε στο Πνευματικό Κέντρο Ερμούπολης με την πολύτιμη συμβολή της κ. Φανής Χατζίνα βιολόγου και ερευνήτριας στο Ινστιτούτο Μελισσοκομίας του Εθνικού Ιδρύματος Αγροτικής και της κ. Σοφίας Γούναρη, γεωπόνου στο Ινστιτούτο Κτηνιατρικών Ερευνών Αθηνών. Αντίστοιχα σεμινάρια πραγματοποιήθηκαν επίσης και στα νησιά της Τήνου και της Άνδρου, όπου υπήρξε έντονο ενδιαφέρον τόσο νέων, όσο και έμπειρων παραγωγών, οι οποίοι ασχολούνται πάρα πολλά χρόνια με το αντικείμενο.

Δύσκολο επάγγελμα με προϋποθέσεις

Σε δηλώσεις της στην “Κοινή Γνώμη”, η κ. Γούναρη επεσήμανε ότι η Ελλάδα έχει μεγάλη παράδοση στην μελισσοκομία, καθώς “πρόκειται για την πιο μελισσοκομική χώρα στην Ευρωπαϊκή Ένωση, με τα περισσότερα μελίσσια ανά τετραγωνικό χιλιόμετρο”.

Πρόσθεσε μάλιστα ότι αρκετός κόσμος ασχολούταν με αυτή, προτού εμφανιστούν τα πρώτα σημάδια της οικονομικής κρίσης. “Δυστυχώς, τον τελευταίο καιρό έχει προβληθεί από τα ΜΜΕ ως το επάγγελμα του μέλλοντος, ως κάτι απλό που σου δίνει εύκολα χρήματα. Δεν ισχύει αυτό” ανέφερε χαρακτηριστικά, υπογραμμίζοντας ότι η μελισσοκομία είναι μία δύσκολη εργασία με συγκεκριμένες προϋποθέσεις. “Τα μελίσσια χάνονται. Μπορεί ο νέος άνθρωπος να ξεκινήσει και στην πορεία, να χάνει το ζωικό του βασίλειο γρήγορα. Γι' αυτό χρειάζεται προσοχή, να ξεκινήσεις σταδιακά και να μην κάνεις μεγάλες επενδύσεις” εξήγησε, εκτιμώντας ότι παρά το μεγάλο ενδιαφέρον που υπάρχει γύρω από την ενασχόληση με τη μελισσοκομία, το ποσοστό επιτυχίας είναι μικρό.

Μικρό ποσοστό επιτυχίας των νέων παραγωγών

“Ως εκ τούτου, θα πρέπει όλοι εμείς που δραστηριοποιούμαστε στον κλάδο να μην δίνουμε ψεύτικες ελπίδες στους ανθρώπους. Σαφώς και πρέπει να τους βοηθούμε σε κάθε τους βήμα αλλά χρειάζεται επίσης να τους εφιστούμε και την προσοχή”, σημείωσε. Παράλληλα, κατέστησε γνωστό ότι απαραίτητη προϋπόθεση για να καταφέρει κάποιος να κάνει σωστά τα πρώτα του βήματα στον κλάδο, είναι να μην φοβάται τις μέλισσες. “Εάν ένας άνθρωπος τις φοβάται, δεν μπορεί να τις δουλέψει. Επιπλέον, θα πρέπει να έχει υπομονή και παρατηρητικότητα, όπως και αποθήκες ή κτήμα, που θα κάνουν πιο εύκολη τη ζωή του”, ανέφερε.

Όπως υπογράμμισε, το μυστικό είναι οι μικρές και συντονισμένες κινήσεις και όχι τα μεγάλα και φιλόδοξα ανοίγματα. “Θα πρέπει να πηγαίνει σταδιακά, να ξεκινήσει με 3-4 μελίσσια και σιγά-σιγά να τα επεκτείνει και να μεγαλώνει το μελισσοκομείο του. Δεν χρειάζεται να αγοράζει κυψέλες και εργαλεία, τα οποία είναι και ακριβά και περιττά”, πρόσθεσε.

Αναφορικά με τις οικονομικές απολαβές ενός μελισσοκόμου, η κ. Γούναρη εξήγησε ότι η μελισσοκομία δύναται να προσφέρει ένα αξιοπρεπές εισόδημα για μία οικογένεια, αλλά χωρίς πολυτέλειες. “Πρόκειται για μία αγροτική δουλειά, η οποία τη μία χρονιά μπορεί να αποδώσει και την άλλη όχι. Ο επαγγελματίας μελισσοκόμος έχει τη δυνατότητα να ξεφεύγει λίγο, να χρησιμοποιεί τις κλιματολογικές αλλαγές προς όφελός του, αλλά και πάλι είναι ρίσκο”, επεσήμανε.

Επιπροσθέτως, σημείωσε ότι πέρα από το μέλι, υπάρχουν και άλλα προϊόντα που παράγονται από τη μέλισσα και θα μπορούσαν να προσελκύσουν το ενδιαφέρον των παραγωγών, όπως η γύρη, ο βασιλικός πολτός, το κερί.

“Οι Κυκλάδες χρειάζονται οργάνωση”

Οι Κυκλάδες αποτελούν, σύμφωνα με την ίδια, έναν από τους ιδανικούς τόπους στην Ελλάδα για την παραγωγή μελιού, αλλά και την εκμετάλλευση της πλούσιας χλωρίδας γενικότερα.

“Όλα τα νησιά των Κυκλάδων έχουν αρκετούς μελισσοκόμους. Αυτό που χρειάζεται είναι η οργάνωση. Θα πρέπει οι μελισσοκόμοι να οργανωθούν, να ταυτοποιήσουν το προϊόν τους, να προστατεύσουν τις περιοχές τους από μέλια που μπαίνουν και πωλούνται ως κυκλαδίτικα και να μπορέσουν να το πλασάρουν επίσης και στην αγορά του εξωτερικού με ονοματεπώνυμο” τόνισε.

“Η Σύρος έχει το ακριβότερο μέλι”

Ολοκληρώνοντας, αναφέρθηκε στην υψηλή τιμή του συριανού θυμαρίσιου μελιού, κρίνοντάς την υπερβολική. “Το συριανό μέλι είναι το πιο ακριβό. Αυτό θα πρέπει να το σκεφτούν οι ντόπιοι μελισσοκόμοι. Το θυμαρίσιο μέλι θα είναι πάντα πιο ακριβό από το μέλι της στεριανής Ελλάδας, διότι παράγεται πιο δύσκολα, σε μικρότερες ποσότητες και χαίρει της εκτίμησης των καταναλωτών. Δε σημαίνει όμως ότι είναι καλύτερο μέλι από το άλλο, αλλά έχει αυτές τις ιδιαιτερότητες”, κατέληξε.