Πρωτοχρονιάτικες μνήμες απ’ τις χαμένες πατρίδες.

Πρωτοχρονιά στην Παράγκα. Πέρασαν τόσα χρόνια από τότε.
  • Πέμπτη, 18 Δεκεμβρίου, 2014 - 06:10
  • /   Συντάκτης: Μαίρη Ρώτα

Δεκαπέντε μέρες στην παράγκα και ακόμα να συνηθίσει η Ελένη. Και πώς να συνηθίσει; Παγωνιά και ερημιά. Γύρω τα καμένα και πλάι η θάλασσα. Και ας βρίσκεται στην καρδιά μιας πανέμορφης πόλης. Τουλάχιστον στον Αη - Μηνά ήταν όλοι μαζί. Ούτε από βροχή παίρνανε χαμπάρι, ούτε από Βαρδάρη. Έπιασε τις προάλλες μια μπόρα, τόσο δυνατή, που δεν ξέρανε που να σταθούνε. Σαν βρύσες τρέχανε οι λαμαρίνες της σκεπής. Πολύ το νερό της βροχής. Στοίβαξαν όλοι μαζί τα πράγματα στην άκρη και περίμεναν όρθιοι ώσπου να σταματήσει. Κι έβρεχε, κι έβρεχε. Δος του ύστερα η Ελένη να παιδεύεται να μαζέψει τα νερά από χάμω με τη φροκαλιά και το φαράσι και άντε μετά να στρώνει διπλές ψάθες. Δεν γίνεται να ζήσουν εδώ κάτω από μια παράγκα… Δεν έχει ύπνο απόψε το αντρόγυνο. Πες η παγωνιά, κι όλα βρεγμένα τριγύρω, πες η χρονιάρα μέρα που έρχεται, πες η συλλογή των αναμνήσεων…

- Τι ώρα να ‘ναι; Ρωτάει ο Θανάσης.

- Τι σε νοιάζει, καλέ μου;

- Σκέπτομαι πότε θα ‘ρθει ο καινούργιος χρόνος.

- Μην στεναχωριέσαι, θα χτυπήσουν οι καμπάνες τ’ Αη - Μηνά σαν θάρθει η καινούργια χρονιά.

Δεν ξαναμίλησαν. Ο καθ’ ένας απόμεινε με τις σκέψεις του. Αύριο ξημερώνει Πρωτοχρονιά.

Μπαίνει το 1923. «Στον αγύριστο το καταραμένο εικοσιδύο. Να φύγει, να πάει και να μην ξανάρθει ο γρουσούζης χρόνος.»

Ήταν… στα 1922, ύστερα από μια θριαμβευτική εκστρατεία που έφερε τον ελληνικό στρατό ως τις πύλες της Άγκυρας… ήρθε η καταστροφή της Σμύρνης που εσήμανε την κατάρρευση του Ελληνισμού της Μικράς Ασίας. Ενάμισυ εκατομμύριο πρόσφυγες καταφύγανε στην Ευρωπαϊκή Ελλάδα. Ήταν η μεγαλύτερη καταστροφή του σύγχρονου Ελληνισμού. Αυτό το δράμα που συγκλόνισε βαθιά την ελληνική ψυχή, ήταν μες στην καρδιά τόσων χιλιάδων ελλήνων.

«Ξεριζωμένη γενιά»

Η Ελένη νοιώθει ένα φούσκωμα στο στήθος. Κάτι την πνίγει στο λαιμό. Είναι έτοιμη να βάλει τα κλάματα. Έζησαν αλήθεια ποτέ άλλη ζωή;

- Γιατί Θεέ μου, ξεριζωθήκαμε έτσι; Γιατί τόσοι άνθρωποι καταχείμωνα ζούμε έτσι, τέτοιες μέρες Άγιες… Κάτω από μια παράγκα με θέα το λασπωμένο χώμα και λίγο φαγητό από τους ανθρώπους που μας νοιάζονται…. Δεν θυμάται η Ελένη τα Χριστούγεννα χωρίς το διάνο τον γεμιστό. Θυμάται πως απ’ τα ξημερώματα της Παραμονής καταπιάνονταν όλοι στην οικογένεια με τον διάνο. Κι απ’ τα ξημερώματα και με τα γλυκίσματα. Ολόκληρη τη μέρα πηγαινοέρχονταν οι παραγιοί με τους ταβάδες και τα «σινιά». Ντάλωνε η μύτη απ’ τη μοσχοβολιά. Σεκέρ λουκούμια, φοινίκια, λαντίνια. Επί ποδός πολέμου το σπίτι. Παρακόρες, παραγιοί και η ίδια. Ακόμα και τα παιδιά. Με πόση διάθεση, με πόση χαρά όλοι μαζί προσπαθούσαν να κάνουν ότι καλλίτερο για να υποδεχθούν τις Άγιες μέρες μέσα σ’ ένα ομορφοστολισμένο σπίτι με γευστικά φαγητά και ωραία γλυκά. Η Βάσω άνοιγε το φύλλο για τον … «μπακλαβού». Ετοίμαζε τα αυγοκαλάμαρα. Το Κατινιώ μπαινόβγαινε για τα «χουσμέτια». Τα παιδιά σπαράζανε καρύδια, μύγδαλα. Κουπάνιζαν στο μπρούτζινο γουδί την κανέλα, τ’ αλάτι, το πιπέρι. Ψήνανε στη θράκα κάστανα για τη γέμιση του διάνου.

Παραμονή Πρωτοχρονιάς.

… Άσε πια τι γινόταν τ’ Αι Βασιλειού με τη βασιλόπιτα. Η ίδια η Ελένη έβαζε μέσα το φλουρί. Η ίδια σχεδίαζε δικέφαλους και διάφορα πλουμιά με «καρεφύλλια» και μύγδαλα. Η ίδια σκαρίφιζε με ζυμάρι τη χρονολογία πάνω στην πίτα. Σαν τρελά μπαινόβγαιναν τα παιδιά την Παραμονή της Πρωτοχρονιάς… Δεν σταματούσαν τα κάλαντα και οι ευχές στην ξώπορτα και τα παιδιά ρωτούσαν: «Να τα πούμε κυρά;» «Να τα πείτε, να τα πείτε» τους απαντούσε εκείνη.

«Αι Βασίλης έρχεται από την Καισαρεία,

Σεις, άρχον - σεις αρχόντισσα κυρία…»

Για να φτάσουνε γρήγορα στο τέλος τα μικρά παιδιά, κατάπιναν τις λέξεις απ’ τα κάλαντα.

- Άντε και του χρόνου. Ευτυχισμένο το Νέον Έτος.

Όλα ήταν όμορφα και χαρούμενα, θυμόταν η Ελένη έτσι που ήταν κάτω από μια παράγκα. Συνεπαρμένη απ’ όλη αυτή τη γιορτινή ατμόσφαιρα της πατρίδας, την πήρε ο ύπνος. Ο Θανάσης έμεινε άυπνος. Σκεφτόταν κι εκείνος τις υπέροχες γιορτινές μέρες. Με το ποδαρικό; Τι θα γίνει;… Ήταν λίγες από τις αναμνήσεις των ανθρώπων που έζησαν την καταστροφή.

«Του Σκλάβου το καράβι» Ποντιακό τραγούδι.

Οι Πόντιοι δεν μιλούσαν μόνο την Ποντιακή διάλεκτο. Στα Ελληνικά σχολεία του Πόντου, πριν το διωγμό, μάθαιναν και την ελληνική γλώσσα. Την παραμονή της Πρωτοχρονιάς, οι καλαντιστές κρατώντας ένα καράβι γύριζαν στα σπίτια, ψάλλοντας με πάθος και εθνική συγκίνηση. Οι εισπράξεις τους πήγαιναν στο σχολείο και στην εκκλησία. Ο τίτλος «του σκλάβου το καράβι» συμβολίζει το σκλαβωμένο Ελληνισμό.

«Τρείς καλόγεροι απ’ του Μελά και τρείς του Βαζελώνα

Καράβι βάζουν στα σκαριά με το «Χριστός γεννάται»

Κι Αρχιμηνιά και αρχή χρονιά στη θάλασσα το ρίχνουν

Βάζουν κι ένα ρωμιόπουλο, λεβέντη καπετάνιο.

Το ρίζε βάλλει τ’ άρμενα, τα Σούρμενα τα ξάρτια,

ο Όφις και η Τρίπολη, μουτσόπουλα και ναύτες.

Η πλούσια η Αργυρούπολη, ασήμι και χρυσάφι.

Και την ευχή του γένους μας την δίνει η Τραπεζούντα…

Μα η δόλια η Μαύρη Θάλασσα γαλήνεψε ως πέρα,

για να περάσει ατράνταχτο του σκλάβου το καράβι…

Δόστε κι εμάς τον κόπο μας ότι είναι ο ορισμός σας

κι ο Άγιος Βασίλειος να είναι βοηθός σας.

Καλή Χρονιά.»

Μικρά Ασία και Πόντος: Ήταν σπαραχτική η έξοδος των ανθρώπων. Ξεριζώθηκαν απ’ τη γη τους. Το Αιγαίο τους υποδέχθηκε. Και εκείνοι πρόσφεραν πολλά στην Ελλάδα.

Χρόνια Πολλά αγαπητοί φίλοι αναγνώστες.