Επιστολή Παπουτσά Στέλιου

Τα ορατά και τα αόρατα ενος δρόμου

  • Πέμπτη, 23 Μαΐου, 2013 - 15:11

Εδώ στην πόλη του ονείρου. Απογευματινή ώρα των δειλινών αποχρώσεων. Αίσθηση ποιητικής μορφής της κινούμενης καθημερινότητος. Στον πεζόδρομο της σύγχρονης ποιοτικής αναζήτησης από τον πανταχόθεν βαλλόμενο άνθρωπο. Εκεί όπου αναζητά την ανάσα. Το διαφορετικό. Την χωρική αποκοπή από τον θόρυβο της αυτοκίνητης ενόχλησης. Ένα ασφαλές περπάτημα, μέσα από τους ήχους των ανθρώπινων ψιθύρων. Ένα ξεκούρασμα από την όχληση της βιοπάλης. Ένα ακούμπισμα στο αέρινο κάθισμα της γαλήνης. Μια διέλευση έξω από το μαυρισμένο χώρο της αυθαιρεσίας. Ένα χαμόγελο φιλικό, μακριά από το βλέμμα της εχθρότητος. Ένα βάδισμα αμέριμνο, ίσως και λίγο ονειροπόλο. Ταιριασμένο με το αυτεξούσιο της ύπαρξης του. Ένα κοίταγμα αργό, ερευνητικό ή φευγαλέο, πάνω σε ότι σου προσφέρει αυτός ο χώρος. Που και αυτός σε κοιτάζει, σε προσκαλεί, σε περιεργάζεται με ύφος αριστοκρατικό, αλλά και φιλομειδιέστατο. Που έχει ενστερνισθεί την κάποτε αναζητούμενη ευγένεια. Μια θαυμαστή έκφραση της εργοτεχνίας, της επιλεγμένης ποικιλομορφίας, της προσεγμένης ενδυματολογίας, της μικροκαλλιτεχνίας, σε πολλαπλή κλίμακα.

Εδώ στην πόλη του ονείρου. Στον χώρο τον παράμετρο. Μια εναλλασσόμενη βιτρίνα που ξαφνιάζει. Αντιφατική αίσθηση στην περιρρέουσα ακαλαισθησία. Έρχεται θαρραλέα και εποικοδομητικά να κλέψει την παράσταση, από τον κάποτε τόπο του μεγαλείου και της περικαλλούς αισθητικής της μεγάλης πλατείας. Στον δημιουργούμενο καινούργιο χώρο περιπάτου, μια και ο άλλος φθίνει και ταπεινώνεται. Στο νέο χώρο όπου δέχεται το ευχάριστο και ανάλαφρο βάδισμα των καλλίγραμμων κυριών ή των άλλων που λικνίζονται και ακροβατούν, πάνω στα στιλάτα ψηλά τακούνια. Και των συνοδών, με το ατημέλητο ντύσιμο και την «μπλαζέ» παρουσία. Που όλοι φλυαρούν, χαμηλοφώνως, χαριεντιζόμενοι, με  αέρινο και ίσως προσποιητό ύφος. Μα και το ασφαλές και ακίνδυνο περιδιάβημα  των νεαρών μητέρων, με το φρέσκο πρόσωπο και την ζωγραφισμένη σ’αυτό φροντίδα, για την ενθρονισμένη, στο συρόμενο καροτσάκι, νεοφερμένη ζωή.

Εδώ στην πόλη του ονείρου. Όπου στο σούρουπο της ημέρας, ο περιπατητής κάνει σουλάτσο εκ του ασφαλούς, ανενόχλητος και παγιδεύεται στο ημίφως της επερχόμενης νύχτας. Και νοιώθει να ζει σε χώρο αναψυχής κι΄ας λείπουν τα «καφέ και τα μπαράκια». Και αισθάνεται μια περίεργη ευλάβεια γι΄αυτόν τον παρθένο χώρο, μια και τον άλλον έπαψε να τον σέβεται και να τον ευλαβούται. Εκείνον. Όπου ψάχνει να βρει τα ίχνη της ιστορίας του, μέσα από το κάποτε προνόμιο της ιστορικής κομψότητος και αρχοντιάς του. Και τον διακρίνει θαμπά να μακραίνει. Να φτιασιδώνεται με πολύχρωμα λαμπιόνια και ηχηρά παιχνίδια. Υπό την εγγύς θλιβερή παρουσία και το σιωπηλό βλέμμα των ιστορικών, δήθεν τιμωμένων, προσώπων. Υπό το σκιερό χρώμα της μελαγχολίας, όταν η νύχτα νυχτώνει το φως.

Εδώ στην πόλη του  ονείρου. Ένας χώρος γεννιέται. Και ονομάζεται, έτσι απλά,  «Πεζόδρομος». 

Με τιμή

Στέλιος  Παπουτσάς

Διαβάστε ακόμα