Διαπραγμάτευση

Δημ. Α. Σιδερής, ομ. Καθηγητής καρδιολογίας, dimitris.sideris@gmail.com
  • Τετάρτη, 25 Φεβρουαρίου, 2015 - 06:10

Κάθομαι επαίτης στη γωνιά: «Πεινάω. Βοηθήστε με να μην πεθάνω». Κι οι περαστικοί με ελεούν. Για να μη χάσουν όμως τα λεφτά τους, μου λένε: «Είσαι ανίκανος να κάνεις οτιδήποτε. Αλλιώς δεν θα ήσουν ζητιάνος. Σου δίνομε τη βοήθεια για να μην πεθάνεις, αλλά θα μείνεις για πάντα επαίτης. Το μόνο που μπορείς να κάνεις.» Κι εμείς περιμένομε το βασιλόπουλο πάνω στο άλογό του να μας ελευθερώσει και να πει: «Δε θέλω τη βοήθειά σας μ’ αυτούς τους όρους». Κι εμείς τώρα περιδεείς τρέμομε που θα πεθάνουμε.

Πριν από 35 χρόνια ένα δεκάχρονο αγοράκι μπήκε σ’ ένα ψιλικατζίδικο και ρώτησε: «Έχω ένα χιλιάρικο (συνηθισμένο χαρτζιλίκι τότε). Τι μπορώ να πάρω;» Του έδειξε ο ψιλικατζής, διάλεξε το παιδί κι έφυγε. Κι ο ψιλικατζής σχολίασε: «Αυτό το παιδί δεν ήθελε ν’ αγοράσει κάτι. Ήθελε να ξοδέψει ένα χιλιάρικο». Όταν θέλω να χτίσω ένα σπίτι, ζητώ δάνειο από την τράπεζα. Η τράπεζα εξετάζει αν έχω τις προϋποθέσεις να το χτίσω, ορίζει πώς δεν θα χάσει τα λεφτά της (π.χ. κάποιο ενέχυρο) και, ανάλογα, με βοηθάει. Δεν ξέρω πολιτικό με τη σοφία του ψιλικατζή ή της τράπεζας, τουλάχιστον από τότε που κάποιος έλεγε: «Δώστε μου δάνειο για να κάνω ένα αεροδρόμιο, μια μεγάλη γέφυρα, ένα μετρό, εθνικές οδούς κλπ». Κι εκείνοι του έδιναν. Και το χρέος μας τότε δεν αυξανόταν παράλογα. Για πολλές θητείες κυβερνήσεων περιμένω ακόμη να ακούσω τι θα τα κάνουμε, αν βρούμε, τα λεφτά.

Χρειαζόμαστε! Όμως, «δεν είν’ εύκολες οι θύρες εάν η χρεία τες κουρταλεί», λέμε στον Εθνικό μας ύμνο. Τι πρέπει να κάνουμε λοιπόν, όταν χτυπάμε ξένες πόρτες;

Ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης Τοκμακίδης έθεσε προ ημερών στο διαδίκτυο 10 ερωτήματα που συνοψίζονται σε τούτο: «Άλλα κράτη έχουν πολύ μεγαλύτερο χρέος από εμάς. Ολόκληρος ο πληθυσμός της γης χρωστάει το 98% των χρημάτων του; Γιατί εμάς ειδικά πιέζουν τόσο;».

Στην αρχή ήταν αυτοί που έμαθαν να καλλιεργούν τη γη και να βόσκουν τα ζωντανά τους. Ύστερα ήλθαν με τη βία οι άρχοντες (βασιλιάδες, ευγενείς κλπ) που κατείχαν αυτά τα μέσα παραγωγής και οι δούλοι τους που καλλιεργούσαν τη γη και έβοσκαν τα ζωντανά τους. Στη συνέχεια έριξαν τους αφέντες οι αστοί που κατέσχαν βίαια τα μέσα παραγωγής, έχοντας εργοστάσια και επιχειρήσεις όπου δούλευαν οι εργαζόμενοι. Ως εδώ είναι «πραγματική» οικονομία, που στόχος της είναι η εξίσωση της προσφοράς με τη ζήτηση, της παραγωγής με την κατανάλωση. Η ισορροπία αυτορρυθμίζεται με ανεβοκατέβασμα των τιμών. Η ακρίβεια μειώνει τη ζήτηση και αυξάνει την παραγωγή, ενώ η φτήνια κάνει το αντίθετο. Το ξεπέρασμα ενός ορίου όμως επιφέρει καταστροφικό φαύλο κύκλο και ριζικές αλλαγές. Υπερβολική ακρίβεια, πάνω από τις αντοχές του κοινού, φέρνει διαμαρτυρίες, βία, κατασταλτική κρατική βία – και η βία γεννά βία. Υπερβολική φτήνια φέρνει απολύσεις, μείωση παραγωγής και αγοραστικής δύναμης του κοινού, βία – και η βία γεννά βία. Φύγαμε από αυτά. Και τώρα πια δεν ασχολούμαστε με την παραγωγή και την κατανάλωση. Το κύριο διακινούμενο εμπόρευμα είναι ένα: το χρήμα. Αγοράζεις 100 ευρώ δίνοντας 150 ευρώ που τα πληρώνεις αύριο. Και αφεντικά δεν είναι πια ούτε οι αστοί. Είναι οι «αγορές», οι δανειστές, οι τράπεζες.

Όμως, επιμένω, μαζί και με όσα σωστά ερωτήματα θέτει ο άγνωστός μου κ. Τοκμακίδης στο διαδίκτυο, στην ανάγκη να στραφούμε στην πραγματική οικονομία. Για μακρό διάστημα η κατανάλωσή μας υπερέβαινε πολύ την παραγωγή μας. Τη διαφορά την καλύπταμε με δανεισμό. Προφανώς μας χρειάζεται η λιτότητα, μείωση του καταναλωτισμού μας. Αν όμως τα μέτρα για τη λιτότητα μειώνουν εξίσου την παραγωγή μας, δεν θα εξισώσουμε ποτέ τη ζήτηση με την προσφορά. Facebook: «Αν οι χαμηλοί μισθοί ήταν προϋπόθεση της ανταγωνιστικότητας το Μπαγκλαντές θα κυβερνούσε τη γη και οι Σουηδοί θα ήταν μετανάστες». Υπάρχουν, ακόμη και σήμερα τρόποι να αντιμετωπισθεί το μονεταριστικό πρόβλημα («χρέος»). Προϋπόθεση: Πριν κάνουμε οτιδήποτε, θα πρέπει να έχουμε ετοιμάσει ένα λεπτομερές επιτελικό σχέδιο ανάπτυξης, που θα εκτελέσουν πιθανώς ιδιώτες και θα αξιολογήσει τελικά η κυβέρνηση. Κάθε άλλο μέτρο, αν δεν έχουν προγραμματισθεί ο αναπτυξιακός στόχος, ο δρόμος για την επίτευξή του και η αξιολόγηση των αποτελεσμάτων, είναι καταδικασμένο σε αποτυχία.

Σε άλλο άρθρο μου (Πόλεμος και πολιτική σκέψη) τόνιζα ότι, για να είναι κάποιος ελεύθερος δεν αρκεί να λέει ΟΧΙ σε ότι θέλουν να του επιβάλλουν οι άλλοι· πρέπει και να προβάλλει αυτό που θέλει ο ίδιος. Διαπραγμάτευση δεν σημαίνει μόνο να ικετεύουμε καλύτερους όρους για το δάνειο που επαιτούμε, αλλά, παράλληλα, να προβάλλουμε όρους με τους οποίους θα μας δώσουν δάνειο για να υλοποιήσουμε τη δική μας πρόταση. Όρους που θα μας επιτρέψουν και την προσφορά με τη ζήτησή μας να εξισώσουμε και τα λεφτά τους να πάρουν πίσω οι δανειστές. Η ατζέντα του τελευταίου Eurogroup ήταν μία: η Ελληνική επιστολή. Και η απόφαση απαιτεί συμπληρωματική λίστα με τις Ελληνικές θέσεις. Ακόμη και αν όλες οι Ελληνικές θέσεις απορριφθούν, γίνεται για πρώτη φορά κάτι σύμφωνο με τις παραπάνω αρχές. Η θητεία μιας κυβέρνησης (Κοινωνική ταλάντωση), οφείλει να αρχίζει με λιτότητα (νηστεία) συνδυαζόμενη με ανάπτυξη και να τελειώνει με αναδιανομή ανάλογα με τις ανάγκες όλων (πασχαλιά). Η δήλωση ότι η πραγματοποίηση των προεκλογικών δεσμεύσεων έχει ορίζοντα 4ετίας είναι συμβατή με τις απόψεις μου. Αν δεν ήταν μεροληπτική υπέρ μας η απόφαση του Eurogroup, δεν θα είχαν εξαναστεί οι Πορτογάλοι και οι Ισπανοί. Διαπραγμάτευση σημαίνει συμφωνία κάπου ανάμεσα στις δικές μας προτάσεις και εκείνες των άλλων. Δεν σημαίνει παζάρι μόνο στις προτάσεις των άλλων. Αυτά τα μείζονα θετικά υπερακοντίζουν τα αρνητικά, όπως ο λαϊκίτιστικος παλαιοκομματισμός που εκδηλώθηκε με τις ρυθμίσεις στην ανώτατη παιδεία ή τη μεθοδολογία που προκρίθηκε για την εκλογή Προέδρου Δημοκρατίας.

Η πολιτική σημασία ενός δανείου είναι μέγιστη. Το ΄21 ο Μαυροκορδάτος είπε στους Άγγλους: «Θέλομε μια μικρούλα Ελλαδίτσα. Δανείστε μας». Πείσθηκαν. Μας δάνεισαν. Τα λεφτά φαγώθηκαν από τους ενδιάμεσους. Τα λίγα που έφτασαν καταναλώθηκαν στον εμφύλιο πόλεμό μας. Οι Άγγλοι όμως ενδιαφέρονταν να πάρουν πίσω τα λεφτά τους. Και γι’ αυτό χρειάζονταν ελεύθερη Ελλαδίτσα. Έτσι έστειλαν στόλο, και κατέστρεψαν το στόλο του Ιμπραήμ. Γι’ αυτό μπορώ τώρα εγώ να γράφω και σεις να διαβάζετε.

Διαβάστε ακόμα