Του Δημ. Α. Σιδερή, ομ. Καθηγητή καρδιολογίας

ΝΟΜΟΣ

  • Τετάρτη, 5 Δεκεμβρίου, 2018 - 06:22

Παιδάκι, κρατώντας το χέρι του μπαμπά, περπατούσα στο δρόμο. Όποτε διασταυρωνόμαστε με γνωστούς, ο πατέρας μου έβγαζε το καπέλο του, ρεπούμπλικα το χειμώνα, ψαθάκι το καλοκαίρι. Ο άλλος ανταπέδιδε παρόμοια το χαιρετισμό, αν ήταν εργάτης ή χωρικός με τραγιάσκα, αν ήταν ναυτικός με κασκέτο. Τα πιλοποιεία της εποχής έκαναν χρυσές δουλειές. Ασκεπής ήταν ο μπαμπάς μόνο μέσα στην Εκκλησία. Αντίθετα, οι Εβραίοι φορούν μέσα στη Συναγωγή κάλυμμα στην κεφαλή τους παρόμοιο μ΄ αυτό που φοράει ο Πάπας. Τώρα σπάνια βλέπομε κάποιον στο δρόμο να φοράει καπέλο. Πιλοποιεία δεν ξέρω αν υπάρχουν. Πόσο άλλαξαν οι καιροί! Πόσο άλλαξαν τα έθιμα - και το παράδειγμα με τα καπέλα δεν είναι βέβαια το μόνο. Αν δεν υπήρχε η ιεροτελεστία με το βγάλσιμο του καπέλου για χαιρετισμό, το άτομο υφίστατο τις συνέπειες. Μπορεί να απέφευγαν να του λένε "καλημέρα" οι συμπολίτες του. Σε άλλα έθιμα οι συνέπειες μπορεί να είναι πολύ σοβαρότερες, ως και απόρριψη από την κοινωνία. Κανένας δεν ορίζει αυτά τα έθιμα που καθιερώνονται με κάποιο αυτόματο τρόπο από τις τρέχουσες ανάγκες, τη μίμηση και τη συμπληρωματική συμπεριφορά των μελών της κοινωνίας. Το σύνολό τους καθορίζει την Ηθική, χωρίς ρητές συνέπειες για την ανήθικη συμπεριφορά.

Αντίθετα από την Ηθική, ο Νόμος είναι σαφής, ρητός και συνδέεται με συγκεκριμένη ποινή η παράβασή του. Απαραίτητος για τη δομή της κοινωνίας. Ο Νόμος ορίζεται επώνυμα είτε από άτομα είτε από ομάδες ατόμων, τους "άρχοντες", όπως είναι η βουλή. Δεν αλλάζει διαρκώς. Κι αυτό σημαίνει ότι κατά περιόδους μπορεί να έρχεται σε διάσταση με τη διαρκώς μεταβαλλόμενη Ηθική. Και τότε τι γίνεται;

Παράβαση του Νόμου δεν επιτρέπεται σε καμιά περίπτωση. Οι παραβάσεις οδηγούν τελικά σε διάλυση της κοινωνίας. Δεν είναι σπάνιο, ωστόσο, ο Νόμος να έρχεται σε κατάφορη αντίθεση με την Ηθική. Είχαμε το πρόσφατο επεισόδιο της καθαρίστριας που πριν από 20 χρόνια πλαστογράφησε το απολυτήριο του δημοτικού σχολείου, έτσι που να φαίνεται ότι είχε τελειώσει την Στ΄ δημοτικού, ενώ είχε τελειώσει την Ε΄ δημοτικού. Της επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης 10 ετών. Διαβάζω ότι τελικά η καθαρίστρια δικαιώθηκε, δεν ξέρω με ποια διαδικασία. Εδώ έχομε πολλαπλά προβλήματα. Για την πρόσληψη στο δημόσιο απαιτείται απολυτήριο του δημοτικού. Γιατί; Έστω, όμως, να το δεχθούμε, έτσι ήθελε ο νομοθέτης, έτσι έκανε. Για το έργο της καθαρίστριας όμως δεν απαιτούνται γνώσεις ούτε της 1ης δημοτικού. Επομένως, είτε δεν πρέπει να είναι δημόσιοι υπάλληλοι οι καθαρίστριες είτε ο νόμος που τις προσλαμβάνει πρέπει να τις εξαιρεί από την απαίτηση για απολυτήριο του δημοτικού. Ως εδώ η ευθύνη του Νόμου.

Παράβαση του Νόμου δεν επιτρέπεται σε καμιά περίπτωση. Και τώρα μεταπίπτομε από τη νομοθετική στη δικαστική εξουσία, που νοιάζεται για την επιβολή του Νόμου. Η δίκαιη, αυστηρή, εφαρμογή από το δικαστήριο ενός άδικου νόμου, είναι μεγάλο κοινωνικό έγκλημα. Υπάρχει ένας αναγνωρισμένος αδιαπέραστος τοίχος στην εφαρμογή ενός νόμου: η παραγραφή. Όταν έχει περάσει κάποιο χρονικό διάστημα από την τέλεση ενός αδικήματος, το αδίκημα παραγράφεται, σα να μην έγινε ποτέ. Δεν είμαι βέβαιος, αλλά νομίζω πως η πλαστογραφία της καθαρίστριας έγινε σε χρόνο που είχε παραγραφεί. Δεν παίρνω όρκο, καθώς δεν έχω μελετήσει επισταμένα την περίπτωση. Ή ενδέχεται να θεώρησαν ότι το "έγκλημα" ήταν συνεχές, αφού, ως άμεση συνέπεια της πλαστογραφίας, η καθαρίστρια έπαιρνε μισθούς συνεχώς ως τώρα. Μα είναι έτσι; Ο Νόμος ορίζει ότι η πλαστογραφία τιμωρείται με φυλάκιση από 10 έτη ως ισόβια. Οι δικαστές, αναγνωρίζοντας ελαφρυντικά στην κατηγορουμένη, της επέβαλαν την "ελαφρότερη" ποινή, 10 έτη φυλακή. Και βέβαια να επιστρέψει τα χρήματα που πήρε παράνομα. Οι κοινωνικές συνθήκες της κατηγορουμένης δεν έπαιξαν κανένα ρόλο. Τα χρειαζόταν για να συντηρήσει την οικογένειά της, τον ανάπηρο σύζυγό της και να μη μεγαλώσουν σε άσυλο τα παιδιά της όπως αυτή. Μην ξεχνάμε, όμως, ότι με την πράξη της στέρησε αυτούς τους μισθούς από κάποιαν άλλη που δεν αποκλείεται να είχε τις ίδιες ή και μεγαλύτερες ανάγκες από αυτήν. Ναι, αλλά εδώ το δικαστήριο αγνόησε κάποιο σημαντικό γεγονός. Όταν γίνεται μια παρανομία, δεν φταίει μόνο ο παραβάτης, αλλά και το κράτος που δεν την επισήμανε αμέσως, ώστε να την αποτρέψει. Με βάση λοιπόν αυτή την παρανομία, το κράτος εισέπραξε από την πλαστογράφο εργασία επί 20 έτη. Να επιστρέψει λοιπόν τα χρήματα, ναι, αλλά και να της επιστρέψει το κράτος την εργασία που πρόσφερε αυτή. Παρέχοντάς της κάποιον να την υπηρετεί καθαρίζοντας το σπίτι της; Δυσεφάρμοστο. Πιο εύλογο μου φαίνεται είναι, πληρώνοντάς την γι΄ αυτό το έργο που αυτή παράνομα πρόσφερε στην κοινωνία. Άρα οικονομικά είμαστε πάτσι.

Παράβαση του Νόμου όμως δεν επιτρέπεται. Να αθωωθεί μια πλαστογράφος σα να μη συνέβηκε τίποτε; Υπάρχει πάντοτε κάποια δυνατότητα στο δικαστικό σύστημα. Να σημειώσει στο ποινικό μητρώο του παραβάτη την παράβαση, χωρίς να του επιβάλει άλλη ποινή, ώστε, αν υποτροπιάσει, να τιμωρηθεί ανάλογα. Και η υποτροπή έχει ευρεία έννοια. Αν ο τροχαίος με γράψει διότι πάτησα οδηγώντας τη διπλή γραμμή μπορεί να προσημειώσει την άδεια οδήγησής μου, ώστε, αν υποτροπιάσω, έστω διαφορετικά, π.χ. παρκάροντας παράνομα, να μου επιβληθεί τότε ποινή. Η υποτροπή επιτείνει την παρανομία. Η υποτροπή ενός πταίσματος μπορεί να το κάνει πλημμέλημα κι η υποτροπή ενός πλημμελήματος να το κάνει κακούργημα. Τα γράφει αυτά ο Βίκτωρ Ουγκώ στους Αθλίους.

Και η κοινωνία; Σύσσωμη αντέδρασε, ακόμη και μαζεύοντας υπογραφές από διεθνείς ακτιβιστικές ομάδες. Και το τέλος ήταν αίσιο. Ήταν; Για τη συγκεκριμένη πλαστογράφο καθαρίστρια, ναι. Αλλά, ο παράλογος νόμος παραμένει. Όταν ο Νόμος φθάνει να έρχεται σα κατάφορη αντίθεση με την ηθική, τη βούληση της κοινωνίας, μάλλον ο Νόμος πρέπει να αλλάξει, παρά η Κοινωνία. Ένας τρόπος για να συμπλέουν Ηθική και Νόμος είναι το νομοθετικό και το δικαστικό σώμα να εκφράζουν κατά το δυνατό τη βούληση της κοινωνίας, όπως όταν αποτελείται από κληρωμένους, όχι εκλεγμένους βουλευτές/δικαστές. Ο άλλος τρόπος είναι σήμερα αυτός που εφαρμόσθηκε: Η ασύλληπτη ισχύς του λαού, σήμερα με τα διατιθέμενα μέσα επικοινωνίας, για να ανατραπεί μια άδικη εφαρμογή του νόμου ή η δίκαιη εφαρμογή ενός άδικου νόμου. Η ανάγκη όμως για τέτοια διευθέτηση αναδεικνύει την ανεπάρκεια του νομικού και δικαστικού συστήματος. Απρόβλεπτη, ανοργάνωτη. Χρήσιμη, αλλά μπορεί να αποβεί και καταστροφική. Παράβαση του νόμου δεν επιτρέπεται. Μένουν όσα συζητήθηκαν τόσο για τη νομοθετική όσο και για τη δικαστική εξουσία.

 

 

 

 

Διαβάστε ακόμα