Ελευθερία βούλησης, έκφρασης, πράξης

  • Τρίτη, 27 Ιανουαρίου, 2015 - 06:10

Δημ. Α. Σιδερής, Ομ. Καθηγητής καρδιολογίας

Ελευθερία της βούλησης είναι η διαφορά μεταξύ των υπαρχουσών νοητών επιλογών και της βούλησης. Οι επιλογές αυξάνονται με την εκπαίδευση και περιορίζονται με την πλύση εγκεφάλου. Η βούληση από την άλλη προκύπτει αφενός από γνώση και αφετέρου από αυτοματισμό που στηρίζεται στην ταλάντωση του συναισθήματός μας. Είναι ιδιότητα αμιγώς νοητική, όπως η γνώση και η στάση (συναίσθημα). Σημαίνει τη δυνατότητα να κάνουμε λάθος.

Η βούληση, το «θέλω», ταλαντώνεται. Παράδειγμα η πείνα. Μόλις έχω χορτάσει καλά είμαι σε ανερέθιστη περίοδο. «Θέλω να μη... (φάω)». Ακόμη κι ο πιο νόστιμος μεζές δεν με συγκινεί ή και μου προξενεί αηδία. Βαθμιαία η ανερέθιστη φάση «θέλω να μη…» μεταπίπτει στη διεγέρσιμη φάση «δεν θέλω να…(φάω)». Τώρα δεν ξεκινώ να αναζητήσω τροφή, αλλά, αν μου παρουσιασθεί ο νόστιμος μεζές, με διεγείρει, μου ανοίγει την όρεξη, και, ξαφνικά, «θέλω να…(φάω)». Χωρίς ερέθισμα (μεζέ), με την πάροδο του χρόνου, φθάνει η στιγμή του ουδού (κατωφλιού) και ξεκινώ και αναζητώ τροφή, τη βρίσκω και τρώω. Ακολουθεί εξαρχής η ανερέθιστη φάση «θέλω να μη. Έχομε ξανασυζητήσει την ταλάντωση συναισθήματος και βούλησής.

Όταν έχω φθάσει στον ουδό, δεν έχω επιλογές. Στο «θέλω να…» δεν μπορώ παρά να αναζητήσω τροφή και να φάω. Βέβαια, ο πεινασμένος σκύλος δεν τρώει τον κύριό του και ο πεινασμένος πολιτισμένος άνθρωπος δεν επιδίδεται σε κανιβαλισμό. Ωστόσο, οι ισχυρές αναστολές είναι η εξαίρεση. Και στη φάση «θέλω να μη…» δεν έχω επιλογές. Μόνο με τη βία της υποχρεωτικής σίτισης θα φάω, όταν είμαι ανίκανος να εμποδίσω την είσοδο τροφής μέσα μου, μολονότι και πάλι διατηρείται η άμυνα του εμετού. Επιλογές έχω μόνο στη διεγέρσιμη φάση «δεν θέλω να». Το παράδειγμα είναι αρκετά απλό. Αποτελεί όμως μοντέλο. Και οι πιο σύνθετες επιθυμίες, όπως οι φυσιολογικές ανάγκες, ταλαντώνονται.

Τα παραπάνω αφορούν στην ελευθερία της βούλησης, και κύρια στο νοητό Εγώ. Η ελευθερία της πράξης όμως αφορά στο αισθητό Εγώ, στη διαφορά μεταξύ του δύναμαι και του θέλω. Η πράξη περιορίζεται από φυσικούς και βιολογικούς νόμους.

Τα διλήμματα αφορούν κυρίως στην ελευθερία της έκφρασης, τη διαφορά μεταξύ του επιτρέπεται και του θέλω. Η έκφραση είναι πράξη, αλλά αφορά μόνο στην επικοινωνία με τα άλλα άτομα της κοινωνίας. Η σχέση της με την ελευθερία της βούλησης είναι ίδια με εκείνη μεταξύ του λόγου αφενός και της γλώσσας ή γραφής αφετέρου. Καθώς τα όργανα της έκφρασης, κυρίως γλώσσα, χέρι και πρόσωπο, ενυπάρχουν σε όλους, οι όποιοι περιορισμοί προέρχονται από την κοινωνία. Οι ιδέες, ο λόγος, δικαιούνται να αναπτύσσονται ανεμπόδιστα. Τι γίνεται όμως με εκφράσεις όπως η εξύβριση, η δυσφήμιση, η παρακίνηση σε παράνομη βία κλπ; Υπάρχουν εκφράσεις που ωθούν σε πράξη σύμφωνη ή αντίθετη με την έκφραση. Και υπάρχει το κρίσιμο διάστημα μεταξύ έκφρασης και πράξης. Σ’ αυτό μπορεί να έχει λόγο η κοινωνία.

Όταν ο Δαρείος έκαψε τη Μίλητο, ενώ οι Αθηναίοι δεν είχαν στείλει βοήθεια που τους είχε ζητηθεί, ο Φρύνιχος έγραψε την τραγωδία «Μιλήτου άλωσις». Ήταν τόσα τα αρνητικά αισθήματα των Αθηναίων, που απαγόρευσαν να ξαναπαιχτεί. Πριν από μισό αιώνα, κατέβηκε στο Ηρώδειο η παράσταση των Ορνίθων του Αριστοφάνη από τον Κουν με μουσική Χατζηδάκη, διότι, οι ενδυμασίες και η μουσική θύμιζαν τη σύγχρονη εκκλησία. Πριν από λίγες μέρες ακραίοι μουσουλμάνοι έσπειραν τον όλεθρο στο προσωπικό μιας γελοιογραφικής εφημερίδας επειδή σατίριζε τον Μωάμεθ. Η εξύβριση ορθά τιμωρείται από το νόμο, καθώς αναγνωρίζεται ότι μπορεί να αποτελεί ερέθισμα για να διεγερθεί κάποιος σε πράξη βίας, δηλαδή κατάχρηση της ελευθερίας του σε βάρος της ελευθερίας του άλλου, ως και στο φόνο. Λογοκρισία λοιπόν; Όχι βέβαια προληπτική. Αυτή θα ήταν έλεγχος της ιδέας. Η κατασταλτική όμως συζητείται, εφόσον υπάρχει σαφής με το νόμο ορισμός για το τι αποτελεί προσβολή αξιοπρέπειας ή αποδεκτή ετερότητα. Και τι έννοια έχει η σάτιρα, αν δεν στρέφεται κατά των κρατούντων, των κυβερνώντων, των θρησκειών κλπ; Πού είναι το όριο; Ένας πιο σαφής θεσμικός ορισμός της αξιοπρέπειας (που μπορεί να προσβληθεί) θα βοηθούσε, μεταθέτοντας την ευθύνη από τον αυτουργό στον ανώνυμο νομοθέτη.

Ο έλεγχος της έκφρασης μπορεί να προλάβει την πράξη. Και υπάρχει σαφής διάκριση μεταξύ των δύο. Η καταστολή της εξύβρισης, της συκοφαντίας κλπ ενδέχεται δηλαδή να προλάβει τη βία του θύματός της εναντίον του υβριστή του. Υπάρχει όμως και η προσβολή όχι συγκεκριμένου ατόμου, αλλά ενός κοινού. Κι αυτό το κοινό θα μπορούσε να αντιδράσει με ομαδική βία. Τώρα όμως έχομε το πρόβλημα της πρόληψης γενικά. Η εφαρμογή περιορισμών στους υπόπτους σημαίνει περιορισμό και σε σημαντικό πλήθος ανθρώπων που ποτέ δεν είχαν σκοπό τη βία. Η προκατάληψη καραδοκεί. Αν ένας εγκληματίας τυχαίνει να είναι π.χ. τσιγγάνος, εβραίος, κομμουνιστής, ναζιστής, μουσουλμάνος, κλπ, εφαρμόζομε αντίποινα σε όλους τους τσιγγάνους, εβραίους, κομμουνιστές, ναζιστές, μουσουλμάνους. Και εκείνοι που δεν είχαν σκοπό να βλάψουν αγανακτούν για τους άδικους περιορισμούς και γίνονται, αμυνόμενοι, βίαιοι. Και η πρόληψη δεν προφυλάσσει. Η αστυνόμευση βοηθά να συλληφθούν οι εγκληματίες, αλλά ελάχιστα προφυλάσσει τα θύματα.

Τι μένει; Καταρχήν η ανεκτικότητα και ο σεβασμός στις πίστεις και στην αξιοπρέπεια των άλλων. Στις Εβραιογενείς θρησκείες αναφέρεται το αυτονόητο, «Ἐγώ εἰμι κύριος ὁ Θεὸς σου», αλλά επεκτείνεται και στο μισαλλόδοξο: «Οὐκ ἒσονταί σοι θεοὶ ἓτεροι πλὴν ἐμοῦ». Αντίθετα, οι αρχαίοι λάτρευαν την Αθηνά, αλλά και πλήθος άλλων θεών, ακόμη και, οι Αθηναίοι, τον άγνωστο Θεό. Κι όταν παρεκτράπηκαν, η ανθρωπότητα τους καταδίκασε που εκτέλεσαν το Σωκράτη, επειδή «καινὰ δαιμόνια εἰσάγει». Αυτό δεν μας απαλλάσσει από την ευθύνη να επιδιώκουμε την ανοχή της ετερότητας. Όταν παρακάμπτεται η ανεκτικότητα και ο σεβασμός με εκφράσεις που αποτελούν προσβολή της αξιοπρέπειας, γίνεται αδίκημα, ακόμη κι αν πρόκειται για έργο τέχνης ή λόγου. Η έννοια της αξιοπρέπειας βέβαια είναι υποκειμενική και ποικίλλει. Η γελοιοποίηση ενός θρησκευτικού ηγέτη υποδηλώνει μη ανοχή του άλλου. Γελοιογραφία του Ιησού από μουσουλμάνο εγώ δεν έχω δει. Κι αυτό δείχνει τη διαφορετική στάση τους απέναντι στο ζήτημα. Η αυτοδίκαιη επέμβαση της πολιτείας εναντίον της μη ανοχής της ετερότητας θα είχε ενδεχομένως αποτρέψει το φρικιαστικό πρόσφατο έγκλημα στο Παρίσι. Η ανεκτικότητα των προγόνων μας αποτελεί καλό πρότυπο. Η αυτοδικία πολλαπλασιάζεται, καθώς η βία γεννά βία. Οπωσδήποτε, οσοδήποτε βέβηλη ή άδικη και αν είναι μια έκφραση, η αντίκρουσή της με πράξη βίας είναι απαράδεκτη. Δεν είναι άμυνα. Je suis Charlie.

Διαβάστε ακόμα