Του Δημ. Α. Σιδερή, ομ. Καθηγητή καρδιολογίας

ΦΑΝΤΑΣΙΑ

  • Τρίτη, 14 Αυγούστου, 2018 - 06:22

Δημοσίευσα στην Κοινή Γνώμη της Σύρου το πρώτο άρθρο μου πριν από 4 χρόνια. Έκτοτε στέλνω τακτικά κάθε εβδομάδα τέτοιες επιφυλλίδες, έχοντας επιβάλει στον εαυτό μου ένα όριο 1000 λέξεων. Στην αρχή είχα την αγωνία. Θα μπορώ να μείνω συνεπής, να γράφω κάθε εβδομάδα; Όμως ο αριθμός των κειμένων μου άρχισε να σωρεύεται πιο γρήγορα από το ρυθμό των δημοσιεύσεων. Έτσι, άρχισα να γράφω παρόμοια (όχι τις ίδια) κείμενα εδώ και δύο χρόνια και για τον άλλο τόπο όπου έζησα για 12 έτη, στον Ηπειρωτικό Αγώνα των Ιωαννίνων. Και πάλι γράφω με ρυθμό ταχύτερο από εκείνον που δημοσιεύονται τα γραφτά μου. Καλά, πού βρίσκω τα θέματα; Πώς συλλαμβάνω και γεννώ τις ιδέες για τις δημοσιεύσεις μου;

Από πολλά χρόνια αναρωτιέμαι. Πώς γεννιόνται οι ιδέες, οι υποθέσεις; Μετέχοντας σε διεθνή εκπαιδευτικά σεμινάρια, βίωσα πως εκπαίδευση σημαίνει τη διαδικασία να γίνεται κάποιος ικανός να κάνει κάτι που δεν μπορούσε να το κάνει προηγουμένως. Έμαθα πολλά πράγματα, όπως για το μηχανισμό με τον οποίον τίθεται διάγνωση στην ιατρική. Ένας τρόπος είναι αυτός: Από τα πολλά κλινικά σημεία και συμπτώματα του ασθενή, επιλέγεις ένα, γεννάς κάποιες υποθέσεις, ποιες νόσοι μπορούν να το προκαλούν, εξαντλείς τις διαθέσιμες διαγνωστικές μεθόδους και αποκλείεις μια-μια τις διαγνώσεις, ώσπου να μείνει μία. Ο έμπειρος γιατρός επιλέγει αρχικά το κλινικό σημείο ή σύμπτωμα με τα λιγότερα διαγνωστικά ενδεχόμενα. Έρχεται ο άρρωστος με πυρετό και βήχα. Αν ξεκινήσω να σκέφτομαι από τον πυρετό, θα πρέπει να εξαντλήσω τη μισή παθολογία, ενώ αν ξεκινήσω από το βήχα, εξετάζω μόνο τα νοσήματα του αναπνευστικού συστήματος. Ναι, αλλά πώς γεννιόνται οι αρχικές υποθέσεις; Μια απάντηση βρίσκεται στα βιβλία της Διαγνωστικής. Όμως αυτό δεν μου αρκεί. Τι γίνεται με την έρευνα, με τις καταστάσεις που δεν περιγράφουν τα βιβλία και όμως υπάρχουν; Μήπως τώρα χρειάζεται φαντασία; Τι είναι όμως η φαντασία;

Κάποια απλά φυσικά συστήματα εξάγουν σήματα διττά. Ένας είναι ο τρόπος της ζυγαριάς. Εισάγεις ένα άγνωστο σήμα, και παίρνεις ένα άλλο. Το εξαγόμενο σήμα είναι ανάλογο με το εισαγόμενο. Αν διπλασιάσω το βάρος, παίρνω ως αποτέλεσμα διπλάσιο αριθμό, αλλά δεν μοιάζει σε τίποτε με το εισαγόμενο: βάρος ή μάζα στην είσοδο, αριθμός στην έξοδο. Μόνο γνωρίζοντας το όργανό μου συνάγω τη φύση του εισαγόμενου ερεθίσματος. Αν είναι ζυγαριά, το αποτέλεσμα αφορά βάρος ή μάζα∙ αν είναι βολτόμετρο, το αποτέλεσμα αφορά ηλεκτρικό δυναμικό κλπ. Ο άλλος τρόπος είναι του ρολογιού. Εξάγει σήματα, αριθμούς, που παριστάνουν το χρόνο, χωρίς να εισάγεται από πουθενά άλλο σήμα. Είναι οι ταλαντωτές. Και υπάρχουν ειδικοί ταλαντωτές (χάλασης) που και παράγουν σήματα αυτόματα από μόνοι τους και ανταποκρίνονται σε εισαγόμενα ερεθίσματα. Μ΄ αυτούς τους τελευταίους μου φαίνεται να μοιάζει ο σημαντικός καλλιτέχνης ή ο ερευνητής που παράγουν πρωτότυπο κάλλος ή πρωτότυπη αλήθεια. Κι ακόμη ο πολιτικός που παράγει πρωτότυπη βούληση.

Πώς σκέφτομαι εγώ λοιπόν γράφοντας τα κείμενά μου; Έχω σχηματίσει κάποιες αρχές μέσα μου. Είναι σχεδόν αυθαίρετες, σχεδόν αναπόδεικτες αρχές, σαν αξιώματα, που, ωστόσο, είναι καταληκτικά προϊόντα των εμπειριών και γνώσεων που έχω αποκτήσει σε όλη μου τη ζωή. Τέτοιες αρχές είναι π.χ. ότι η συνηθισμένη εξέλιξη στη φύση γίνεται στο πρότυπο των ταλαντώσεων χάλασης. Άλλη είναι ότι οι πνευματικές λειτουργίες μας, ιδίως η μάθηση, αναπτύσσονται μέσα μας με το μηχανισμό των εξαρτημένων αντανακλαστικών. Και μια τρίτη αρχή είναι ότι το Εγώ μας είναι τρισυπόστατο, αποτελούμενο από το αισθητό, το νοητό και το κοινωνικό Εγώ. Αυτές τις αρχές τις ανακατεύω μεταξύ τους και παράγονται ιδέες, όπως τι είναι ελευθερία, τι ισότητα, τι αλήθεια, τι φαντασία κλπ. Παράγονται μόνες τους, σαν από ταλάντωση. Ωστόσο, όλα αυτά δεν γίνονται στιγμιαία. Τέτοιες αλήθειες δεν βρίσκονται προδιαγεγραμμένες σε ένα θεϊκό, αμετάβλητο κόσμο, σαν τον Πλατωνικό των ιδεών, όπου αρκεί να ψάξεις για να τις βρεις, όπως στους πίνακες πολλαπλασιασμού παρέχονται έτοιμα τα γινόμενα για τους αριθμούς 1-9 μεταξύ τους. Απαιτείται χρόνος. Και σ΄ αυτό το διάστημα συμβαίνουν σημαντικά πράγματα γύρω μας. Παρακολουθώ την επικαιρότητα (όχι πολύ φανατικά, ομολογουμένως, καθώς δεν έχω πολιτικές φιλοδοξίες), κυρίως διαμέσου της σύγχρονης τεχνολογίας του υπολογιστή μου. Και πολλά από αυτήν με διεγείρουν, μου φαίνονται προβλήματα για επίλυση και προσπαθώ να βρω τη λύση τους, συχνότερα εναλλακτικές λύσεις, με βάση τις δικές μου αρχές. Σα να ήμουν ένας ταλαντωτής χάλασης. Παράγω κείμενα είτε αυτόματα από μόνος μου είτε ανταποκρινόμενος σε ερεθίσματα από το κοινωνικό περιβάλλον μου.

Τι μένει; Η αξιολόγηση. Αυτή την κάνει ο αναγνώστης μου. Τις περισσότερες φορές δεν τη μαθαίνω. Υπάρχουν όμως και εκείνοι που συζητούν μαζί μου τις επιφυλλίδες μου προφορικά ή γραπτά, άλλοτε θετικά και άλλοτε αρνητικά. Και οι δυο ανταποκρίσεις είναι πολύτιμες. Οι αρνητικές θέσεις με κάνουν είτε να αλλάξω άποψη ή να ενισχύσω την άποψή μου, διορθώνοντάς την, ώστε να ισχύει έχοντας ακυρώσει τις αντιρρήσεις που προβλήθηκαν. Ευχαριστώ από εδώ τους αναγνώστες μου, και τις δύο εφημερίδες που φιλοξενούν τα άρθρα μου. Ευχαριστώ και το Διαδίκτυο που μου δίνει τη δυνατότητα να κοινολογώ τα άρθρα μου, που έχουν περάσει από την κρησάρα της συντακτικής επιτροπής των εφημερίδων.

Ε, και λοιπόν; Με τον τρόπο που λειτουργώ, οι απόψεις που διατυπώνω έχουν τελικά κάποια πρωτοτυπία. Μερικές φορές κινούνται πάνω σε τεντωμένο σκοινί, πλησιάζοντας τα όρια των αιρέσεων. Καμιά πρόοδος όμως δεν γίνεται αν το νέο δεν έχει κάποια αιρετική απόχρωση. Κι αυτή γεννά αντιδράσεις. Πνευματική αδράνεια (συντηρητισμός) είναι η αντίδραση σε κάθε αλλαγή∙ όσο πιο απότομη, τόσο εντονότερη η αντίδραση. Εναλλακτικά, ακόμη και όταν γίνεται δεκτή ως σωστή, υπάρχει η τριβή, ο κόπος, η γραφειοκρατία, η κατανάλωση ενέργειας, για να εφαρμοσθεί. Άσε καλύτερα! Τέτοιες αιρετικές ιδέες είναι π.χ. η ανάγκη για εγκατάσταση δημοκρατίας με κληρωτούς άρχοντες, όπως ορίζει ο Αριστοτέλης. Επίσης η ανάγκη να βελτιώσουμε τη γλωσσική μας ικανότητα, όπως την αποκτήσαμε αβίαστα από τη μάνα μας, αφενός μαθαίνοντας (συχνά με τη βέργα) από το δάσκαλο να διαβάζουμε και κατανοούμε όχι μόνο τα σύγχρονα, αλλά και τα αρχαία κείμενα, εμπλουτίζοντας τη γλώσσα μας και αφετέρου παρουσιάζοντας γραπτά το λόγο μας με τον απλούστερο δυνατό τρόπο, με φωνητική γραφή, όπως έκαναν οι πρόγονοί μας. Είμαι περήφανος για τη σημερινή γλώσσα μας. Ονειρεύομαι από τέτοιες συζητήσεις να προκύψουν ιδέες με φαντασία που ανοίγουν το δρόμο για βελτίωση στη δεινή κατάσταση που βρισκόμαστε.

 

 

Διαβάστε ακόμα