Του Δημ. Α. Σιδερή, ομ. Καθηγητή καρδιολογίας

ΗΘΙΚΗ. ΘΕΙΑ ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ

  • Τρίτη, 23 Οκτωβρίου, 2018 - 06:22

Έχω ξαναγράψει για την ηθική στην Κοινή Γνώμη, αλλά το θέμα ποτέ δεν εξαντλείται. Ετυμολογικά η ηθική παράγεται από το ήθος ή έθος, δηλαδή από τις συνήθειες. Στην ουσία, νοιώθομε την ηθική σα μια βούληση, σαν το «θέλω» μιας υπερανθρώπινης οντότητας. Και «τι θα πει θέλω;», ρώτησα ένα νήπιο κάποτε. Ξέρετε, τα νήπια έχουν μάθει αβίαστα να μιλάνε κι έτσι η άποψή τους είναι κάποτε πιο αυθεντική από των ώριμων, μορφωμένων, ανθρώπων που έχουν υποστεί σε όλη τη ζωή τους τις πλύσεις εγκεφάλου που μοιραία τους επιβάλλονται από την παιδεία τους, από τις γνώμες των άλλων. «Προσπαθώ να κάνω κάτι από μέσα μου», ήταν η αμόλυντη απάντηση του παιδιού. Με τη βούληση εννοούμε μια πίεση να κάνουμε κάτι. Το τι θα κάνουμε είναι αισθητό, αντιληπτό από όλους. Αυτή την πίεση όμως τη νοιώθομε μέσα μας και κανείς άλλος δεν τη αντιλαμβάνεται.

Την ηθική την αντιλαμβανόμαστε σα μια τέτοια πίεση, ένα «πρέπει» που αντιπαρατίθεται στο «θέλω» του καθενός μας. Αποσκοπεί στην Αρετή και είναι, η βούληση μιας ανώτερης οντότητας. Ποιας όμως; Του Θεού; Ο Θεός είναι το απόλυτο Αγαθό, αφού είναι ο Δημιουργός τάξης που αντιτάσσεται στην αταξία, στο Διάβολο, στην εντροπία. Υπάρχουν δύο κύρια μειονεκτήματα σ΄ αυτή την άποψη. Πρώτο, ο Θεός είναι «πνεύμα», αμέθεκτος, απροσπέλαστος στα ανθρώπινα μέσα, «ουδείς πώποτε Θεόν εώρακε», μας λέει ο Ιωάννης. Έτσι, δεν γνωρίζομε ποια είναι η αυθεντική βούληση του Θεού, αλλά μόνον εκείνη που μας μεταφέρουν οι εκπρόσωποί του στη γη, δηλαδή οι ιερείς. Ο Υιός του Θεού δεν άφησε γραπτά κείμενα. Κι ούτε ο Προφήτης άλλης πίστης άφησε. Έτσι, μόνον οι θνητοί ιερείς εκφράζουν τη βούληση του Θεού και οι απόψεις τους συχνά αντικρούουν η μια την άλλη. Δεύτερο μειονέκτημα είναι ότι υπάρχουν φαινόμενα καταστροφικά που δύσκολα τα αναγνωρίζομε ως βουλήσεις μιας Ανώτατης Αρετής, που δημιούργησε τον κόσμο. Πώς να δεχθούμε ως αρετή τις θεομηνίες του κόσμου, όπως του κατακλυσμού, της καταστροφής Σοδόμων, Γομόρρων, πλημμύρες, πυρκαγιές, επιδημίες και τόσες άλλες. Η δικαιολογία είναι ότι «άγνωστοι αι βουλαί του Κυρίου». Όχι πολύ πειστικό.

Μια εναλλακτική λύση είναι να δεχθούμε ως ηθική τους φυσικούς νόμους. Αυτοί τουλάχιστον προσφέρονται στη γνώση μας εκεί όπου διασταυρώνονται η νόηση με την αίσθησή μας. Είναι απτοί οι φυσικοί νόμοι. Κι αν ακόμη δεν τους γνωρίζουμε όλους, διαρκώς το πεδίο της γνώσης μας επεκτείνεται. Το πρόβλημα είναι ότι με τους φυσικούς νόμους πρέπει να αποσυνδέσουμε την Ηθική από την Αρετή, που δεχθήκαμε εξορισμού πως είναι ο στόχος της Ηθικής. Και τώρα δεν μπορούμε να ισχυριστούμε για την απρόσωπη Φύση ότι είναι άγνωστη η βούλησή της. Οι φυσικοί νόμοι είναι αμείλικτοι, αδιαφορώντας παντελώς για τα δικά μας «θέλω». Μπορούν να μας ωφελούν ή να μας βλάπτουν. Και μάλιστα, ο πιο σημαντικός φυσικός νόμος, της εντροπίας, οδηγεί αδυσώπητα από την τάξη προς την αταξία.

Μια καθαρά νοητή, πνευματική, ηθική στηρίζεται στη συνείδησή μας. Οι ηθικοί νόμοι είναι φυτεμένοι μέσα μας, αδιάφορο από ποιον ή πώς. Όμως τους νοιώθομε με τη νόησή μας ως εάν να ανήκουν σε ένα πρότυπο, αμετάβλητο, κόσμο απροσπέλαστο από τις αισθήσεις μας, που φθαρτό του αντίγραφο είναι ο αισθητός κόσμος που ζούμε. Μεγάλοι φιλόσοφοι, όπως κατεξοχήν ο Πλάτων, θα συμφωνούσαν με μια τέτοια άποψη. Παραμένει, ωστόσο, η ηθική έξω από κάθε αντικειμενική κρίση.

Μια πιο μετριοπαθής, προσιτή σε όλους άποψη είναι ότι Ηθική είναι η βούληση της κοινωνίας. Είναι αισθητή, καθόσον μπορούμε να ερωτήσουμε τα μέλη της τι θέλουν. Και συνδέεται άρρηκτα με την αρετή, καθώς αυτό που θέλει η κοινωνία, αυτό είναι (αξιωματικά) το καλό. Προκύπτουν, ωστόσο, πρακτικά προβλήματα. Είναι προφανές ότι η βούληση της κοινωνίας δεν επιτρέπεται να συγκρούεται με τους φυσικούς νόμους, που η γνώση τους αποτελεί την επιστήμη. Κι αν συγκρούεται, η κοινωνία, παρακινεί την επιστήμη να ανακαλύψει τρόπους να αντισταθμίζονται οι ανεπιθύμητοι φυσικοί νόμοι. Η ανακάλυψη της φωτιάς και του τροχού επέτρεψε να αντισταθμίζονται το κρύο και η τριβή, ενώ της άνωσης, της αεροδυναμικής και της ορμής, η βαρύτητα. Ο άνθρωπος φύσει του ειδέναι ορέγεται (Αριστοτέλης). Χωρίς την καθοδήγηση της ηθικής, του «θέλω». Χωρίς αρετή, επομένως. Αντίστοιχα, μπορεί να θέλουμε, χωρίς γνώση, χωρίς εξωγενή ερεθίσματα, από μια ταλάντωση της βούλησής μας. Έτσι πεινάμε, διψάμε κλπ. Για να γίνει Αρετή η Γνώση, απαιτείται να υπηρετεί τη βούληση, που πάλι οφείλει να συνάδει με τα δεδομένα της Γνώσης.

Ωστόσο, μια τέτοια ηθική είναι διαφορετική για τον καθένα, ασαφής επομένως, και απαιτείται μια αρτιωμένη μορφή της, που να ικανοποιεί το σύνολο. Η κοινωνία, για να υπάρχει, πρέπει να έχει μια τάξη, που την ξεχωρίζει από ό,τι αυτή δεν είναι. Αυτή η τάξη απαιτεί την ύπαρξη αρχόντων και αρχομένων. Η βούληση των αρχόντων αποτελεί όχι την ηθική, αλλά το «δίκαιο», τη νομιμότητα. Είναι συγκριτικά πολύ σαφέστερη από την ηθική, ρητή, κατά κανόνα γραπτή. Ωστόσο, αν δεν συμπίπτει με την ηθική, τη βούληση της κοινωνίας, η αναταραχή, η αταξία, η τραγωδία, είναι οι συνέπειες, το δίλημμα της Αντιγόνης, που ο νόμος επέβαλε να αφήσει άταφο το νεκρό αδελφό της, ενώ η ηθική να τον θάψει. Το αποτέλεσμα ήταν τραγικό για ολόκληρη την κοινωνία, όχι μόνο για την Αντιγόνη. Επειδή το να έχεις για κάθε ζήτημα τη δηλωμένη βούληση της κοινωνίας είναι δύσκολο, η ύπαρξη του δικαίου είναι θεμέλιο για την κοινωνία, με τον όρο που προαναφέρθηκε (σύμπτωση με την ηθική). Μαθηματικά, στατιστικά, οι ιδιότητες ενός συνόλου αποδίδονται εξετάζοντας ένα τυχαίο δείγμα του. «Τυχαίο» σημαίνει ότι κάθε στοιχείο του συνόλου έχει ίσες πιθανότητες με τα άλλα να μετέχει στο δείγμα. Η κλήρωση είναι ο απλούστερος τρόπος. Την εφαρμογή αυτής της μεθόδου ονομάζει ο Αριστοτέλης δημοκρατία, ενώ την επιλογή του δείγματος με εκλογή από το σύνολο την ονομάζει ολιγαρχία. (Λέγω δ΄ οον δοκε δημοκρατικν μν εναι τ κληρωτς εναι τς ρχς, τ δ΄ αρετς λιγαρχικν). Πραγματικά, όταν οι άρχοντες (βουλευτές) εκλέγονται, δεν είναι ελεύθεροι άνθρωποι. Δεσμεύονται διττά: Αν δεν πουλήσουν εκδούλευση στους ψηφοφόρους τους δεν εκλέγονται και αν δεν πειθαρχήσουν στο κόμμα τους, δεν ξαναείναι υποψήφιοι. Επομένως, οι βουλευτές στην ολιγαρχία, με εκλογές, δεν εκπροσωπούν την κοινωνία. Τελικά, το δίκαιο (βούληση αρχόντων) οφείλει να συνάδει με την ηθική (βούληση κοινωνίας), που πρέπει να συμβαδίζει με τους φυσικούς νόμους (επιστήμες).

Διαβάστε ακόμα