Του Δημ. Α. Σιδερή, ομ.καθηγητή καρδιολογίας

Στάδιο 3. Αξιολόγηση

  • Τρίτη, 22 Σεπτεμβρίου, 2020 - 06:22

Το τρίτο στάδιο στο σχεδιασμό ενός σημαντικού έργου είναι η αξιολόγηση. Άρχισε με την επιλογή σκοπού· ακολούθησε προγραμματισμός, πώς να επιτευχθεί ο σκοπός· και συμπληρώνεται με αξιολόγηση, σε ποιο βαθμό επιτεύχθηκαν τα κριτήρια που είχε θέσει ο σκοπός; Η αξιολόγηση είναι το πιο δυναμικό μέρος του έργου. Από τα αποτελέσματά της θα κριθεί αν πρέπει να τροποποιηθούν ο σκοπός (που μπορεί να ήταν αδύνατο να επιτευχθεί), το πρόγραμμα (που ήταν ακατάλληλο ή ίσως ανεφάρμοστο) και η ίδια η αξιολόγηση (που, φυσικά, όπως κάθε ανθρώπινη δραστηριότητα υπόκειται στον κίνδυνο της σφαλερής εκτίμησης). Θα ακολουθήσει το επόμενο σπείραμα, σκοπός, πρόγραμμα, αξιολόγηση. Οποιαδήποτε απόφαση χωρίς να έχει προηγηθεί αξιολόγηση είναι αυθαίρετη, σε πολιτικό επίπεδο αυταρχισμός. Πολλοί εναντιώνονται στην αξιολόγηση, π.χ. για την κρίση υπαλλήλων. Προτιμούν την επετηρίδα (προάγονται τυφλά κατά αρχαιότητα). Αυτό είναι άδικο, αφού αντιμετωπίζονται εξίσου ο υπάλληλος που προσφέρει έργο στον πολίτη και εκείνος που στο χρόνο της υπηρεσίας του ξύνει τα φρύδια του. Προέρχεται από αντιαυταρχιστές, είναι κατά βάση αδικαιολόγητη, αλλά κατανοητή, λαμβάνοντας υπόψη τα σφάλματα και την ισχύ της αξιολόγησης στη λήψη αποφάσεων. Πριν από την αξιολόγηση προηγείται απαραιτήτως η ύπαρξη κριτηρίων, διατυπωμένων με αντικειμενική ακρίβεια στην έκφραση του σκοπού.

Από τις πολιτικές εξουσίες, η δικαιοσύνη είναι κυρίως επιφορτισμένη με την αξιολόγηση βουλής και κυβέρνησης, αν εφαρμόζουν τους υπάρχοντες νόμους, τα κριτήρια, αλλά και των πολιτών. Διαιρείται σε τρεις κατηγορίες, ποινική, αστική, διοικητική. Στην ποινική δικαιοσύνη συγκρίνεται κάποιο άτομο με τεκμηριωμένα παράνομη πράξη. Τη διέπραξε ή όχι; Σε τέτοια κρίση δεν υπεισέρχεται γνώση νόμου. Ο νόμος έχει προαποφασίσει ότι η πράξη ήταν παράνομη. Μένει το δευτερεύον στοιχείο της νομιμότητας στη διαδικασία, όπου ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου, γνώστης των νόμων, την ελέγχει (με την επικουρία της υπεράσπισης και της πολιτικής αγωγής), χωρίς όλοι αυτοί να μετέχουν στη λήψη απόφασης (ορκωτά δικαστήρια). Για τις αστικές όμως και διοικητικές υποθέσεις η κρίση αποφαίνεται αν μια γενόμενη πράξη είναι σύμφωνη ή όχι με τους υπάρχοντες νόμους. Επομένως, οι δικαστές οφείλουν να γνωρίζουν τους νόμους, είναι όλοι πτυχιούχοι νομικοί, με επιπλέον πείρα.

Ένας νόμος που ψηφίσθηκε από τη βουλή με εισήγηση της κυβέρνησης και υλοποιείται από την κυβέρνηση, ξεφεύγει μετά από τις δύο εξουσίες. Λόγο έχει μόνον η δικαιοσύνη. Επομένως, η δικαιοσύνη δεν μπορεί να επηρεάζεται ούτε από την κυβέρνηση ούτε από τη βουλή. Ο παραβάτης του νόμου βουλευτής ή υπουργός-πρωθυπουργός οφείλει να παραπέμπεται στην αντίστοιχη δικαιοσύνη, ποινική, αστική ή διοικητική, χωρίς άλλη διαδικασία. Αυτό σημαίνει πλήρη ανεξαρτησία της δικαιοσύνης από τις λοιπές εξουσίες. Και τώρα προκύπτει το ερώτημα. Η δικαιοσύνη πώς αξιολογείται;

Σε μια δημοκρατία, η βουλή είναι ένα τυχαίο, κληρωμένο από το σύνολο, δείγμα του συνολικού πολιτικού σώματος, όλων των πολιτών. Εκφράζει επομένως αξιόπιστα με στατιστικό τυχαίο σφάλμα τη βούληση του λαού. Η κυβέρνηση απαιτεί εξειδικευμένες γνώσεις και πείρα, που, αν υπάρχουν σε κάποιο κόμμα το αποφασίζει ο λαός εκλέγοντάς το - χωρίς να απαιτείται έγκριση από τη βουλή, αφού το κόμμα εκλέχθηκε απευθείας από το λαό δημοψηφισματικά. Η δικαιοσύνη όμως; Για τα ποινικά δικαστήρια είπαμε ήδη ότι οι δικαστές (ένορκοι) έχουν κληρωθεί, όπως και οι βουλευτές. Οι υπόλοιποι, επαγγελματίες, δικαστές όμως πώς αξιολογούνται; Η αξιολόγηση της κρίσης έχει ποσοτικό και ποιοτικό στοιχείο. Το ποσοτικό στοιχείο σημαίνει ότι αν ένας δικαστικός (ή εισαγγελέας) ζητεί την αθώωση ή την καταδίκη σχεδόν όλων, είναι άχρηστος. Το ποιοτικό σημαίνει ότι όταν αυτός ζητεί την αθώωση πολλών που καταδικάζονται από δευτεροβάθμια κρίση και/ή την καταδίκη πολλών που αθωώνονται στη δευτεροβάθμια, είναι ένας επικίνδυνος δικαστικός λειτουργός. Αυτά είναι τα κύρια κριτήρια στην κρίση των δικαστικών. Για την τριτοβάθμια δικαιοσύνη απαιτείται κάτι παραπάνω που δύσκολα προσδιορίζεται. Η επιστημονική έρευνα, η διεθνής αναγνώριση είναι κάποια από αυτά τα παραπάνω. Για τέτοια εξειδικευμένη κρίση, μόνον άλλοι δικαστές μπορούν να έχουν γνώμη. Έχομε τρία Ανώτατα Δικαστήρια (Άρειος Πάγος, Συμβούλιο Επικρατείας, Ελεγκτικό Συνέδριο) με ακυρωτικές κυρίως δικαιοδοσίες. Δεν λένε τι να κάνουμε, αλλά ότι κάποια πράξη των λοιπών εξουσιών και πολιτών είναι νόμιμη ή όχι. Ένα Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο με μέλη και από τα τρία είναι ίσως το πιο αρμόδιο για την κρίση των ανώτατων δικαστών. Η αξιολόγηση της Δικαιοσύνης όμως πρέπει να γίνεται όχι μόνο από την ίδια, διότι τότε αποκτά εξουσία ανώτερη από των άλλων δύο, αλλά και εξωτερική. Οι Πρόεδροί τους, με συντονιστικές κυρίως δραστηριότητες, μεταξύ των Ανώτατων Δικαστών δεν μπορούν να εκλέγονται, είπαμε, ούτε από την Κυβέρνηση ούτε από τη Βουλή, διότι αυτές οι εξουσίες κρίνονται από τη δικαιοσύνη και δεν μπορεί να κρίνεται ο κριτής από τους κρινομένους. Μένει ο Ανώτατος Άρχοντας, υπό όρους. Οι όροι είναι ότι δεν είναι ο ίδιος σχεδιαστής της πολιτικής ενός κράτους, όπως είναι παραδοσιακά ένας βασιλιάς, ένας δικτάτορας, ο Πρόεδρος Δημοκρατίας στη Γαλλία ή στις ΗΠΑ, δεν εισηγείται πολιτική (αυτό το κάνει η κυβέρνηση), αλλά απλώς συντονίζει τις τρεις εξουσίες. Και ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας υπόκειται στον κίνδυνο σφάλματος. Για να είναι απαλλαγμένος τουλάχιστον από ένα συστηματικό σφάλμα, πρέπει αφενός να μην ανήκει σε κάποιο κόμμα που μπορεί να του επιβάλλει πειθαρχικές ποινές (π.χ. διαγραφή), έστω και αν ο ίδιος έχει τις προσωπικές πεποιθήσεις του και υποστηρίζεται από κάποιο κόμμα (χωρίς αντίστοιχες υποχρεώσεις του, ωστόσο,) και αφετέρου να αποφασίζεται άμεσα από το λαό δημοψηφισματικά (γενικές εκλογές). Αξιολογητής του είναι ο Λαός.

Ακόμη και με συντονιστικό ρόλο μόνο, ο Ανώτατος Άρχοντας συγκεντρώνει τεράστια εξουσία, όντας ο μόνος που μπορεί να διατάξει να γίνει κάποιο δημοψήφισμα, που είναι η ανώτατη (αμετάκλητη) αρχή στη δημοκρατία (και στο τρέχον ολιγαρχικό μας σύστημα). Ο κίνδυνος διαφθοράς και στον Ανώτατο Άρχοντα καραδοκεί. Για τον περιορισμό τέτοιου κινδύνου αποφαίνεται με ενάργεια ο Αριστοτέλης: "μᾶλλον πειρᾶσθαι μικρὰς καὶ πολυχρονίους διδόναι τιμὰς ἢ ταχὺ μεγάλας". Να δίνονται αξιώματα μικρά σε δικαιοδοσία αλλά μεγάλα σε διάρκεια ή μικρά σε διάρκεια αλλά μεγάλα σε δικαιοδοσία. Εφόσον ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας δεν σχεδιάζει πολιτική, δεν έχει ανάγκη από μακρά θητεία για να ολοκληρώσει κάποιο (ανύπαρκτο) σχέδιό του. Θητεία π.χ. για ένα έτος μόνο (με δυνατότητα επανεκλογής) είναι μια καλή άμυνα εναντίον της διαφθοράς του Ανώτατου Άρχοντα ή των τάσεών του για ολοκληρωτισμό. Ο ΠτΔ, με τη μεγάλη ισχύ και τις μη ειδικές αρμοδιότητες είναι το μόνο πρόσωπο που αξιολογείται από το σύνολο των πολιτών.

 

Διαβάστε ακόμα