Του Δημ. Α. Σιδερή, ομ. Καθηγητή καρδιολογίας

ΘΑΝΑΤΟΣ ΚΑΙ ΧΑΡΑ

  • Τρίτη, 19 Δεκεμβρίου, 2017 - 06:12
  • /   Eνημέρωση: 19 Δεκ. 2017 - 7:16

Έκανα την ίδια περίπου ομιλία σε δύο συνέδρια, ένα στα Γιάννενα, με γενικό θέμα «Πότε πρέπει να πεθαίνουμε;» και ένα στην Αθήνα με γενικό τίτλο «13o Πανελλήνιο Συνέδριο για τη Διοίκηση, τα Οικονομικά και τις Πολιτικές της Υγείας». Εξετάστηκε το ζήτημα από πολλές πλευρές: Ιατρική, νοσηλευτική, ψυχολογική, φιλοσοφική, νομική, θρησκευτική, κλπ. Οργανωτής ο Γιάνης Δημολιάτης, παρουσίασε «διαθήκη» του, στην οποία ζητούσε να μην του εφαρμοσθούν μέθοδοι διάσωσης, αν βρεθεί σε κατάσταση μη αναστρέψιμη. Εξετάστηκαν ζητήματα ενεργητικής και παθητικής ευθανασίας. Ενεργητική είναι όταν σε καταστάσεις ανυπόφορες τα αναλγητικά και ανακουφιστικά μέτρα δεν επαρκούν για μια στοιχειώδη ποιότητα ζωής και ο γιατρός χορηγεί υπερβολικές δόσεις ανακουφιστικών φαρμάκων. Παθητική είναι όταν απέχει ο γιατρός να εφαρμόσει αγωγή που παρατείνει τη ζωή του αισθητού Εγώ, σε περιπτώσεις αφόρητης κατάστασης. Στην υποβοηθούμενη ευθανασία, ο γιατρός προσφέρει τα μέσα στον πάσχοντα από τέτοιες καταστάσεις να τα χρησιμοποιήσει όποτε αυτός νομίζει. Στην Ελλάδα τίποτε από τα παραπάνω δεν είναι νόμιμο. Τα προβλήματα είναι δυσεπίλυτα, ιδιαίτερα όταν ο ασθενής έχει πάψει να έχει τις αισθήσεις του, για να εκφρασθεί ο ίδιος.

Στην εκκλησία ευχόμαστε «ανώδυνα, ανεπαίσχυντα, ειρηνικά, τα τέλη της ζωής», αλλά η ευχή απευθύνεται στο Θεό, όχι στο γιατρό. Διατυπώθηκε όταν η ιατρική δεν είχε τη δυνατότητα να επέμβει. Αν όμως θεωρηθεί ότι ο Θεός ενεργεί διαμέσου κάποιου φυσικού τρόπου, ακόμη και επηρεάζοντας τις ενέργειες ανθρώπων, γιατί να μη δεχθούμε ότι ο γιατρός που εξασφαλίζει ανώδυνα και ειρηνικά τα τέλη ενεργεί ως όργανο του Θεού; Από κοινωνική σκοπιά τα προβλήματα περιπλέκονται περισσότερο, καθώς στο χρόνο ζωής που πετυχαίνει να προσφέρει στον άρρωστό του ο γιατρός, ο άρρωστος μπορεί να αλλάξει τη διαθήκη του ή να προβεί σε ομολογίες που κανονικά θα ήθελε να αποκρύψει.

Δεν μπόρεσα να παρακολουθήσω όλες τις εργασίες των σημαντικών αυτών υπαρξιακών συνεδρίων, οι σκέψεις που μου γέννησαν όμως είναι διαρκείς. Και αναρωτήθηκα, πότε θα πρέπει να πεθάνω εγώ; Αντικατάστησα τη λέξη «πρέπει» με τη λέξη «θέλω». Πότε θέλω να πεθάνω λοιπόν;

 Οποιαδήποτε θέληση και να εκφράσω αυτή τη στιγμή διέπεται από το λογικό έλεγχό μου. Όταν θα έλθει η κρίσιμη ώρα όμως, κυριαρχεί πάνω στη λογική η αυτόματη βούληση που κανένας δεν μπορεί να προβλέψει ποια θα είναι, εφόσον βέβαια θα έχει τις αισθήσεις του για να την εκφράσει. Η προοπτική μιας αφόρητης ζωής είναι η περισσότερο προφανής. Όταν συνοδεύεται από συμπτώματα που η ανακουφιστική αγωγή σε μέγιστες δόσεις δεν πετυχαίνει το σκοπό της, η προτίμηση του θανάτου γίνεται κατανοητή. Τότε διακυβεύεται η αισθητή, σωματική, ζωή· η ποσότητά της, τότε, η παράτασή της, παύει να προτιμάται από την ποιότητά της.

Υπάρχει όμως και η κοινωνική ζωή. Οι σχέσεις μου με τους άλλους. Συχνές είναι οι αυτοκτονίες όταν η σχέση με τους άλλους ανθρώπους γίνεται ανυπόφορη. Μιλώ για τις περιπτώσεις στις οποίες αυτοκτονεί κάποιος επειδή πτώχευσε, επειδή δεν μπορεί να αντιμετωπίσει την κοινωνία γύρω του που τον αποδοκιμάζει, τουλάχιστον, όπως αυτός προσλαμβάνει τη συμπεριφορά της.

Υπάρχει ακόμη και το τέλος της νοητής, της μοναδικά ανθρώπινης, ζωής. Ζω για τη χαρά. Η συνουσία προσφέρει ηδονή. Ο έρωτας προσφέρει χαρά. Η ύψιστη χαρά που μπορούμε να νιώσουμε είναι όταν πετυχαίνουμε να δώσουμε χαρά σε άλλον. Στην ερωτική επαφή, δεν υπάρχει μόνο η ηδονή της συνουσίας, αλλά και η χαρά από την προσφορά χαράς διαμέσου της στο αγαπημένο πρόσωπο. Χαρά νιώθομε ακόμη όταν παραστεκόμαστε στις δύσκολες στιγμές δίνοντας χαρά στα παιδιά μας, γενικότερα σε όσους αγαπάμε. Γέρασα πια. Η ερωτική μου δραστηριότητα έχει εξαντληθεί. Τα παιδιά μου έχουν μεγαλώσει, είναι πια ανεξάρτητα, δεν έχω τίποτε να τους προσφέρω, από αυτά μάλλον προσδοκώ να μου προσφέρουν, έστω ένα ποτήρι νερό. Οι φίλοι γύρω μου έχουν αραιώσει. Οι λίγοι που έχουν μείνει δεν έχουν ανάγκες που θα μπορούσα εγώ να τις θεραπεύσω. Υπήρξα γιατρός. Τώρα είμαι συνταξιούχος. Σε κανένα άρρωστο δεν μπορώ πια να προσφέρω τίποτε με την επαγγελματική δραστηριότητά μου. Είμαι άχρηστος. Και είμαι βάρος στην κοινωνία. Της κοστίζω. Το έχει αντιληφθεί αυτή και περικόπτει όλο και περισσότερο τη σύνταξή μου (μολονότι προπληρωμένη). Από τα πολλά παιδιά που έκανε κάποιος δεν ήταν κανένα τους δίπλα του στις γιορτές. Το θέμα όμως είναι ότι δεν είμαι μόνον άχρηστος, ανίκανος να προσφέρω ό,τι μετριέται, ιδίως σε χρήμα, αλλά και διότι αδυνατώ πια να προσφέρω χαρά στους γύρω μου.

Διατηρεί ακόμη κάποιος ικανότητες για προσφορά πνευματικής απόλαυσης, αν είναι συγγραφέας, ποιητής, μουσουργός, ζωγράφος, καλλιτέχνης γενικά, ή ερευνητής και παραμένει δημιουργικός. Να όμως που με την ηλικία αρχίζει να χάνει και τις πνευματικές του δυνάμεις. Η μνήμη του διαρκώς λιγοστεύει. Να, τώρα δεν του έρχεται στο μυαλό η λέξη που ζητά, ενώ έχει στη νόησή του ξεκάθαρη την έννοια που θέλει να εκφράσει. Η ικανότητά του να μαθαίνει, να σχηματίζει καινούργια εξαρτημένα αντανακλαστικά, μειώνεται δραστικά κι αυτή. Παραμένει ακόμη ο «θυμός» του, το συναίσθημά του και θλίβεται για την κατάντια του. Τώρα μετρά η τάξη που συνήθισε σε όλη τη ζωή του να έχει, καθώς, χωρίς αυτήν, χάνει πιο εύκολα τα πράγματά του και αναστατώνεται. Ωστόσο, όσο ζούμε, και επειδή ζούμε, έχομε υποχρέωση στη θλίψη, αλλά και δικαίωμα στη χαρά. Μπορώ να χαίρομαι τώρα αναλογιζόμενος τη ζωή που έκανα στο φευγάτο πια παρελθόν: τα προβλήματα που ξεπέρασα, τη δημιουργία μιας ωραίας, ευτυχισμένης οικογένειας, την προσφορά μου στην κοινωνία με την επαγγελματική μου δραστηριότητά, τα χαροποιά έργα που δημιούργησα, τους φίλους που επέλεξα και, όσοι απ΄ αυτούς ζουν ακόμη τη θυμούνται με ίδια αισθήματα όπως εγώ. Όσο ακόμη διαθέτω μνήμη. Υπάρχει όμως και η αθανασία. Μπορώ να χαίρομαι τώρα για ό,τι χαροποιό από μένα θα παραμένει μετά το θάνατό μου. Τα παιδιά μου αποτελούν επέκταση των γεννητικών μου κυττάρων, μαζί με το πνεύμα μου που τους μετέδωσα ανατρέφοντάς τα. Τα άξια πνευματικά έργα που δημιούργησα μένουν αθάνατα. Είναι ό,τι μένει ζωντανό από το νοητό Εγώ μου και εξακολουθούν να χαροποιούν τους άλλους. Και ο κοινωνικός περίγυρός μου διατηρεί, σαν σε κοινωνικό εκμαγείο στη μνήμη του αθάνατη τη μορφή και τη συμπεριφορά μου. Γέννηση, θάνατος, αθανασία. Εγώ χαίρομαι τώρα για ό,τι υπήρξα και για ό,τι από μένα θα συνεχίσει να υπάρχει. Θα φύγω διατηρώντας τη χαρά από την αγάπη που πρόσφερα και έζησα.

 

 

 

 

 

Διαβάστε ακόμα