Του Δημ. Α. Σιδερή, ομ. Καθηγητή καρδιολογίας

ΕΙΚΟΝΟΛΑΤΡΙΑ

  • Τρίτη, 19 Μαρτίου, 2019 - 06:11
  • /   Eνημέρωση: 19 Μαρ. 2019 - 7:17

Κυριακή νηστειών, αναστήλωση εικόνων. Οι πρόγονοί μας λάτρευαν πολλούς θεούς. Κύρια διαφορά τους από τους ανθρώπους ήταν η αθανασία. Είχαν όμως ανθρώπινη μορφή και ανθρώπινους χαρακτήρες, με σωματικές ανάγκες, φαγητό, πιοτό, λύπες, φόβους, οργή ή τα αντίθετά τους ανθρώπινα συναισθήματα. Οι άνθρωποι λοιπόν τους λάτρευαν και έκαναν εικονικά ομοιώματά τους, τρισδιάστατα (αγάλματα) ή δισδιάστατα (εικόνες). Παρά τον πολυθεϊσμό τους, οι σοφοί τουλάχιστον από τους προγόνους μας, πίστευαν ότι το θείο είναι Ένα. Ο Σωκράτης και ο Πλάτων πίστευαν στο «Δαιμόνιον». Ο Εμπεδοκλής έβλεπε το θείον σφαιρικό, αρμονικό, χωρίς υλική υπόσταση, χωρίς ανθρώπινη μορφή, χωρίς κεφαλή, πόδια κλπ, και πανταχού παρόν περιάγοντας τη γη. Και ο Ηράκλειτος δίδασκε ότι «Τρέφονται πὰντες οἱ ἀνθρώπειοι νόμοι ὑπὸ ἑνὸς, τοῦ θείου». Η διαφορά του μεγάλου θεού, πατέρα θεών και ανθρώπων, του Δία, από προγενέστερες αθάνατες οντότητες ήταν ότι εκείνες ήταν φορείς της αταξίας, καθώς όλα έρρεαν με τη Ρέα στο διάβα του Κρόνου-χρόνου, ενώ ο Δίας, χωρίς να καταργήσει τη ροή, της προσέδωσε τάξη: Φως τη μέρα, σκοτάδι τη νύχτα, ζέστη το καλοκαίρι, κρύο το χειμώνα κλπ.

Από την άλλη, οι Ιουδαίοι πίστευαν σε Ένα μόνο Θεό. Βέβαια, δέχονταν σωρεία αθανάτων, όπως ήταν οι τάξεις των Αγγέλων, με ταξιάρχες τους Γαβριήλ, Μιχαήλ και Ραφαήλ, και οι στρατιές των διαβόλων με ηγέτη τους το Σατανά. Το θεϊκό πληθυντικό τον αναφέρει σαφώς η Γραφή όταν γράφει π.χ. «ΠΟΙΗΣΩΜΕΝ ἂνθρωπον… Ἰδού Ἀδάμ γέγονεν ὠς εἷς ἐξ ΗΜΩΝ…». Ωστόσο, ο Θεός είχε βούληση. Αντίθετα οι Άγγελοι ήταν απλώς φορείς της βούλησής Του, ενώ οι Διάβολοι δεν είχαν δική τους (κακή) βούληση, αλλά αντιστρατεύονταν το Άγιο έργο του Θεού. Όπως ορίζει στη Φυσική ο νόμος της εντροπίας που αναγκάζει το Σύμπαν να οδεύει διαρκώς από την τάξη στην αταξία, κι όμως αυτό οδεύει διαρκώς προς τη δημιουργία τάξης, καθώς σε ένα κλειστό σύστημα είναι δυνατό αυτό, με τίμημα την αύξηση της αταξίας στον περίγυρό του. Η σαφής διαφορά μεταξύ της Ιουδαϊκής και της αρχαιοελληνικής θρησκείας ήταν στον τρόπο της λατρείας του θείου. Για τους Ιουδαίους (όπως και για τους σοφούς Έλληνες) ο Θεός ήταν πνευματικός, όχι υλικός και «Θεόν οὐδεὶς ἑώρακε πώποτε…" (Ιωάννης). Επομένως, δεν είχε μορφή και ο Νόμος απαγόρευε αυστηρά την παράστασή του με οποιονδήποτε τρόπο: «Οὐ ποιήσεις σεαυτῷ εἲδωλον οὐδὲ παντὸς ὁμοίωμα». Κι ακόμη απαγόρευε την παράσταση οποιουδήποτε φυσικού σώματος. Αντίθετα οι Έλληνες είχαν τα τρισδιάστατα και δισδιάστατα είδωλα.

Η Χριστιανική ορθοδοξία έζευξε την Ιουδαϊκή με την Ελληνική θρησκεία. Η λατρεία των ειδώλων στην Ελλάδα συνοδευόταν από κοινωνικές εκδηλώσεις, όπως ήταν τα πανηγύρια, με εμπορικές και πολιτιστικές δραστηριότητες. Ο Χριστιανισμός διέσωσε τέτοιες εκδηλώσεις, μόνο που τώρα γίνονταν όχι με την ευκαιρία της εορτής ενός θεού, αλλά ενός Αγίου, που η ψυχή του έμενε αθάνατη. Στους αθανάτους της Γραφής προστέθηκαν οι ψυχές των θνητών, που έμεναν αθάνατες, κατά την Πλατωνική δοξασία. Φυσικό ήταν και να διασώσει την ειδωλολατρία που ήταν τρισδιάστατη και δισδιάστατη στη Λατινοκρατούμενη Δύση, μόνο δισδιάστατη, οι άγιες εικόνες, στην Ελληνοκρατούμενη Ανατολή. Πλήθος πολιτών ζούσαν ως ειδωλοπλάστες και εικονογράφοι, ιδίως στα μοναστήρια, όπου η πώληση τέτοιων έργων ήταν μείζων οικονομική πηγή. Πώς να την εγκαταλείψουν; Από την άλλη, οι αυτοκράτορες, ιδίως οι πιο διορατικοί, έβλεπαν ότι η διπλή εξουσία, πολιτική και θρησκευτική, έβλαπτε την αυτοκρατορία. Στην εποχή των σπουδαίων αυτοκρατόρων Ισαύρων ο ανταγωνισμός πήρε διαστάσεις. Παράλληλα, οι διορατικοί αυτοκράτορες έβλεπαν να αυξάνεται ο κίνδυνος και από την Ανατολή και από τη Δύση. Οι Ανατολικοί μονοφυσίτες και οι Άραβες που είχαν επικρατήσει είχαν υιοθετήσει με την πιο αυστηρή μορφή της την εντολή του Μωυσή. Για να στηριχθούν σ΄ αυτούς οι Βυζαντινοί έπρεπε να μην ανεχθούν κανένα ίχνος ειδωλολατρίας, συμπεριλαμβάνοντας την εικονολατρία. Και ξέσπασε ο πόλεμος της εικονομαχίας που κράτησε πάνω από ένα αιώνα. Συγκλήθηκε 4 φορές η 7η Οικουμενική Σύνοδος για να ακυρώνει κάθε φορά τις αποφάσεις της προηγούμενης ως προς την εικονολατρία και να εξευτελίζει το Άγιον Πνεύμα που διείπε τις Οικουμενικές Συνόδους. Το βασικό επιχείρημα των εικονομάχων (Σύνοδος Ιέρειας) ήταν ότι είναι ανάξιο για τα ιερά πρόσωπα να απεικονίζεται η μορφή τους σε ευτελή ύλη· η μορφή του Χριστού δεν είναι δυνατό να απεικονισθεί, εφόσον οι δύο φύσεις του είναι αμέριστες και ασύγχυτες· επειδή υπάρχει κίνδυνος να θεωρηθεί η προσκύνηση των εικόνων αναβίωση της ειδωλολατρίας, γι’ αυτό πρέπει να αποκλεισθεί. Από την άλλη, ο Ιωάννης Δαμασκηνός απέκρουσε την κατηγορία ότι η εικονολατρία αποτελεί ανανέωση της εθνικής ειδωλολατρίας και ανέπτυξε μια ιδιότυπη εικονοσοφία, σύμφωνα με την οποία η εικόνα είναι σύμβολο και μέσο με τη νεοπλατωνική έννοια. Η προσκύνηση δεν αποδίδεται στην εικόνα, άλλα στο εικονιζόμενο ιερό πρόσωπο και δεν έχει σχέση με τη λατρεία, που αναφέρεται αποκλειστικά και μόνο στο Θεό. Καθώς μετά από πολλαπλές σφαγές και βαρβαρότητες, η βιβλιογραφία που έχει διασωθεί είναι μόνον εικονόφιλη, τα σύγχρονα συμπεράσματα στηρίζονται μόνο σ΄ αυτήν. Ο Παπαρρηγόπουλος καταλήγει ότι η περίοδος της λεγομένης Εικονομαχίας ήταν θρησκευτική αλλά κυρίως κοινωνική μεταρρύθμιση που σκόπευε στον περιορισμό του ρόλου της Εκκλησίας και των μοναχών, στην κατάργηση της δουλοπαροικίας, σε στοιχειώδη ανεξιθρησκεία, στην ανύψωση της θέσης της γυναίκας και στην αναδιοργάνωση της διοίκησης και του στρατού. Είδε τη θρησκευτική διαμάχη σαν μία μόνο (απαραίτητη βέβαια για την επιτυχία των υπολοίπων) από τις εκφάνσεις της προσπάθειας για διοικητική, κοινωνική, οικονομική μεταρρύθμιση. Πραγματικά η προοδευτική πολιτική του Λέοντα Ίσαυρου ελάττωσε τον αριθμό των δουλοπαροίκων, έδωσε στους χωρικούς γη, και ενείχε πνεύμα κοινωνικής δικαιοσύνης, προστασίας των αδυνάτων από τις πιέσεις των ισχυρών και φροντίδα για το φτωχό λαό. (Durant, Runciman, Γλύκατζη-Ahrweiler κ.ά.).

Σήμερα βλέπομε πολλές ειδωλολατρικές εκδηλώσεις, όταν π.χ. πολλοί σπεύδουν να προσκυνήσουν την εικόνα της Παναγίας της Τήνου ή της Λούρδης πιστεύοντας πως είναι πιο θαυματουργή από την Παναγία σε ένα ξωκλήσι. Ωστόσο, η δογματικά συνεπής εικονομαχία, με όλη την κοινωνική προοδευτικότητα που τη συνόδευε, αγνόησε την πραγματικότητα. Κι αυτή σήμαινε ότι η Ελληνική λατρεία των εικόνων-ειδώλων συνοδεύεται από σωρεία σπουδαίων κοινωνικών εκδηλώσεων, πολιτιστικών αριστουργημάτων και όχι μόνο. Η εικονογραφία δεν αποκλείει την πίστη στον Ένα, αμέθεκτο, Θεό, έδειξαν οι σοφοί πρόγονοί μας. Από την άλλη, ως Χριστιανός ορθόδοξος, αποκρούω την προσήλωση στις εικόνες και τη συνοδό οχλοκρατία, πέρα από την πολύτιμη συμβολή τους στο σεβασμό του εικονιζόμενου προσώπου, ειδικότερα στη λατρεία του Θεού.

Διαβάστε ακόμα