Του Δημ. Α. Σιδερή, ομ.καθηγητή καρδιολογίας

Μίσος

  • Τρίτη, 4 Φεβρουαρίου, 2020 - 06:22

Η διέγερση κάποιων αισθήσεών μας από ερεθίσματα του περιβάλλοντος καταλήγει συχνά σε ανταπόκριση (έκκριση ή κίνηση) πάλι στο περιβάλλον (αντανακλαστικό). Αυτή ενδέχεται να επηρεάζει την ένταση του ερεθίσματος (ανάδραση) θετικά (αυξάνοντας την ένταση του ερεθίσματος) ή αρνητικά (μειώνοντάς την). Φυσιολογικά, η θετική ανάδραση συνδέεται με ευχάριστα συναισθήματα, η αρνητική με δυσάρεστα. Το άρωμα μιας γαρδένιας μας κάνει να εισπνεύσουμε βαθύτερα, η πικρή γεύση μας αναγκάζει να φτύσουμε ό,τι έχομε στο στόμα μας. Κυρίαρχο θετικό αίσθημα είναι η ηδονή. Κυρίαρχο αρνητικό είναι ο πόνος. Παθολογικά, η θετική ανάδραση μπορεί να συνδέεται με φαύλους κύκλους που βλάπτουν σοβαρά την υγεία, ως και οδηγώντας στο θάνατο. Με την ανάπτυξη εξαρτημένων αντανακλαστικών, ποικίλα αισθήματα που συμβαίνουν τακτικά μαζί με εκείνα που ξεκινούν μια θετική ή αρνητική ανταπόκριση συνδέονται με αυτά δημιουργώντας αντίστοιχα ευχάριστα ή δυσάρεστα συναισθήματα. Τα συναισθήματα (ή στάσεις) στρέφουν την προσοχή μας προς το ερέθισμα που τα προκαλεί ή, αντίθετα την αποστρέφουν από αυτό.

Η ποικιλία των συναισθημάτων μας είναι τεράστια. Δεν εκφράζονται έλλογα. Οι λέξεις μπορούν να τα περιγράφουν, να δίνουν το περίγραμμά τους, όχι να τα εκφράζουν. Μπορεί να λέω ότι χαίρομαι ή λυπάμαι, αλλά εκφράζω τη χαρά και τη λύπη μου με κινήσεις (γέλιο, μορφασμοί, κινήσεις χεριών, ανατρίχιασμα κλπ) και εκκρίσεις (κλάμα, εφίδρωση κλπ). Παρόλα αυτά, τα συναισθήματα μπορούν αδρά να ταξινομηθούν σε ευχάριστα ή δυσάρεστα, αν στρέφουν την προσοχή προς ή την αποστρέφουν από το αντικείμενο που τα προκαλεί. Τρία είναι τα κύρια ζεύγη συναισθημάτων: Χαρά ή λύπη· ελπίδα ή φόβος· οργή ή πραότητα. H χαρά και η λύπη στηρίζονται κυρίως σε γεγονότα που συνέβηκαν στο παρελθόν. Η ελπίδα και ο φόβος κυρίως στην προσδοκία ότι θα συμβεί κάποια ηδονή ή ένας πόνος στο μέλλον. Και η οργή ή η πραότητα είναι τα κυρίαρχα συναισθήματα που ανήκουν στο παρόν.

Ενώ τα παραπάνω ζεύγη συναισθημάτων συνδέονται με το παρελθόν, το μέλλον ή το παρόν και επομένως, καταρχήν η διάρκειά τους είναι περιορισμένη, υπάρχουν δύο αδρά διαχρονικά συναισθήματα, η θετική αγάπη και το αρνητικό μίσος. Η αγάπη αγκαλιάζει όλες τις παραλλαγές των θετικών συναισθημάτων, ενώ το μίσος όλες τις παραλλαγές των αρνητικών.

Το συναίσθημα της αγάπης πηγάζει από τα δύο θεμελιώδη αμοιβαία ηδονικά αντανακλαστικά, το θηλασμό, μεταξύ θηλής μητρικού μαστού και χειλιών βρέφους αφενός και τη συνουσία μεταξύ ανδρικού πέους και γυναικείου κόλπου αφετέρου. Η δημιουργία πληθώρας εξαρτημένων αντανακλαστικών με αυτές τις δύο αμοιβαίες αντανακλαστικές πράξεις συναποτελούν το συναίσθημα της αγάπης που παραμένει για μακρό διάστημα, μετά τη λήξη των αντίστοιχων πράξεων. Το μίσος όμως, αναρωτιέμαι, από πού προκύπτει;

Το θεμελιώδες στοιχείο της αγάπης είναι ότι δύο οντότητες συμπεριφέρονται σαν μία. Η ίδια πράξη είναι εξίσου ηδονική και για τα δύο μέλη. Στη συνέχεια, ό,τι προκαλεί ευχάριστα ή δυσάρεστα συναισθήματα στο ένα προκαλεί και στο άλλο τα ίδια. Η αγάπη είναι ο μόνος τρόπος που δύο νοητά Εγώ, βασικά άβατα το καθένα για όλο τον κόσμο, συμπλησιάζουν τόσο, σα να γίνονται ένα. Κι όμως, δεν είναι πάντοτε έτσι. Αγαπώ το παιδί μου, τη γυναίκα μου, το φίλο μου και συμπάσχω, ευτυχώ ή δυστυχώ μαζί τους, έτοιμος ακόμη και να θυσιάσω την ύπαρξή μου γι΄ αυτούς. Αγαπώ όμως και το κατσικάκι, το σφάζω και το τρώω! Πάλι δύο οντότητες γίνονται μία. Στην πρώτη περίπτωση όμως καθεμιά από τις δύο οντότητες παραμένει ακέραιη στην ενότητα της δυάδας τους. Αντίθετα, στη δεύτερη, η ταυτότητα της μιας οντότητας εξαφανίζεται, αφομοιώνεται από την άλλη. Η δεύτερη περίπτωση είναι εκείνη στην οποίαν υπάρχει κτητική αγάπη. Και το κτήμα μου, μπορεί να το αγαπώ και να το υπερασπίζομαι έναντι άλλων, αλλά μπορώ και να το καταστρέψω χωρίς να δίνω λογαριασμό σε κανέναν. Το μίσος λοιπόν μου φαίνεται πως είναι το εύλογο συναίσθημα του κτήματος (αν είναι έμβιο ον) απέναντι στον κτήτορά του. Είναι το συναίσθημα του δούλου απέναντι στον αφέντη του. Το μίσος αρχίζει από τη στιγμή που κάποιος αισθάνεται ότι ανήκει σε, ή απειλείται από, κάποιον άλλον.

Σύμφωνα με τα παραπάνω, τα σύνορα μεταξύ αγάπης και μίσους γίνονται ασαφή. Το μίσος, επειδή τρεμοπαίζει στις παρυφές της αγάπης, μπορεί να υπερνικηθεί πιο εύκολα από την αγάπη παρά από την ανταπόδοση μίσους...η αγάπη τείνει να παράγει αγάπη και έτσι το μίσος χάνει τη δύναμή του. Το μίσος ισοδυναμεί με την αναγνώριση της κατωτερότητας και του φόβου μας (Spinoza).

Μπορεί να υπάρχουν και τα δύο ταυτόχρονα στο ίδιο πρόσωπο. Ο γιος αγαπά τον πατέρα του, καθώς αυτός είναι ο δοτήρας των όσων χρειάζεται για να επιβιώνει. Όμως ανήκει στον πατέρα του. Γι΄ αυτό τον μισεί. Δεν μισεί τη μητέρα του. "Ο γιος θέλει να είναι ο πατέρας του και να έχει τη μητέρα του", (S.Freud, Οιδιπόδειο σύνδρομο). Μισούμε καθέναν που απειλεί την ταυτότητά μας, τη φυσική, νοητή, κοινωνική ύπαρξή μας. Μόλις νοιώσουμε απειλή, αρχίζει το φυσικό συναίσθημα της άμυνας. Και άμυνα σημαίνει πρόκληση βλάβης στον άλλον που θεωρούμε ότι ασκεί εναντίον μας επίθεση παρούσα και άδικη. Μόνο που το μίσος έχει διάρκεια, ενώ η άμυνα δεν έχει.

Μίσος όμως δεν υπάρχει μόνο μεταξύ προσώπων, αλλά και μεταξύ λαών. Τα συναισθήματα είναι τόσο πιο έντονα όσο πλησιέστερα προς εμάς είναι ο εχθρός. "Μπορεί να μισούμε τους ξένους, αλλά μισούμε περισσότερο τους δικούς. Κι αν ο ξένος μας βοηθά να κάνομε κακό στο διπλανό μας, καλώς να ορίσει" (U.Eco). Αυτό εξηγεί ενδεχομένως γιατί από όλα τα είδη του πολέμου, ο εμφύλιος είναι ο πιο άγριος. Φυσικά αυτή είναι μια κάθε άλλο παρά υγιής αντίδραση. Ο ξένος τον οποίον καλούμε να μας βοηθήσει εναντίον του διπλανού εχθρού μας, θα το κάνει για το δικό του συμφέρον. Φυσικό είναι. Και το συμφέρον του είναι να υποτάξει όχι μόνο εκείνον εναντίον του οποίου κλήθηκε να πολεμήσει, αλλά και των δύο παρατάξεων. Για να κατασταλεί ένας εμφύλιος πόλεμος καλείται ο ξένος, αυτός σπεύδει ασμένως και παραμένει κυρίαρχος και των δύο. Το έχομε δει συχνά να συμβαίνει.

Στην άμυνα, το μίσος αυτοενισχύεται. Το μίσος γεννά μίσος. Επομένως, πρέπει να αντιμετωπίζεται προηγουμένως έλλογα. Και η λογική μάς θυμίζει ότι συχνά αγνοούμε τις αιτίες του. Συμπίπτουν ο Σωκράτης από τη μια ("κακὸς μὲν γὰρ ἑκὼν οὐδείς") και ο Ιησούς από την άλλη (Πάτερἄφες αὐτοῖς˙ οὐ γὰρ οἴδασι τί ποιοῦσι).

 

 

 

 

 

 

Διαβάστε ακόμα