Του Δημ. Α. Σιδερή, ομ.καθηγητή καρδιολογίας

Ειλικρίνεια

  • Τρίτη, 26 Μαΐου, 2020 - 06:22

Ειλικρίνεια: Να εκφράζει κάποιος ό,τι πραγματικά συναισθάνεται ή θέλει. Η γνώση, το συναίσθημα και η βούληση, είσοδος, ισορροπία και έξοδος, είναι τα τρία στοιχεία του νοητού Εγώ, της ψυχής. Η συγκάλυψη του εσωτερικού μας κόσμου μπορεί να είναι προσποίηση και συχνά υποκρύπτει κακοήθη πρόθεση. Η βούληση όμως με το συναίσθημα δεν διεγείρονται μόνο από τη γνώση, αλλά και αυτόματα με ταλάντωση: περιοδικά, χωρίς ερέθισμα, αναπνέω, τρώω, πίνω, αφοδεύω, κάνω έρωτα κλπ. Το νοητό Εγώ έρχεται σε επαφή με το φυσικό περιβάλλον του διαμέσου του αισθητού Εγώ, του σώματός μας, με τις αισθήσεις μας που τροφοδοτούν από το περιβάλλον τη γνώση, και με κίνηση και έκκριση, που διαμέσου τους επιδρά στο περιβάλλον η βούληση. Οι αυτοματισμοί της βούλησης συχνά βρίσκονται έξω από τον έλεγχο της συνείδησης, της δευτεροβάθμιας γνώσης μας, όπως με κινήσεις τρόμου, σιελόρροια, κλάμα κλπ. Έτσι κι αλλιώς, αυτές οι σωματικές ενέργειες, πράξεις, αλληλεπιδρούν με το φυσικό περιβάλλον μας. Όταν κατευθύνονται ειδικά στο έλλογο περιβάλλον μας, την κοινωνία, μιλάμε για έκφραση.

Η έκφρασή μας, όπως και κάθε πράξη μας, βρίσκεται κάτω από τον μερικό έλεγχο του λόγου, της οργανωμένης γνώσης μας. Εμπόδιο στις πράξεις μας προς το συνολικό περιβάλλον μας είναι οι φυσικοί νόμοι. Εμπόδιο στην έκφραση της βούλησής μας είναι οι κοινωνικοί νόμοι. Και στις δύο περιπτώσεις ο αυτοέλεγχος της βούλησής μας μπορεί να γίνεται εν μέρει από τη συνείδησή μας. Όχι πάντα. Όταν εκφραζόμαστε σύμφωνα με τον εσωτερικό μας κόσμο, αυτή είναι η ειλικρίνεια. Ο περιορισμός των κοινωνικών νόμων στις εκφράσεις μας μπορεί να είναι ποινικός. Αν εκδηλωνόμαστε σε αντιστοιχία με τη βούλησή μας ανεξέλεγκτα, δεν μιλάμε τότε για ειλικρίνεια, καθώς ενδέχεται να εξυβρίζουμε, δυσφημούμε, προτρέπουμε σε βία ή εκφραζόμαστε με άλλους επιθετικούς τρόπους που διώκονται από το αναγνωρισμένο δίκαιο κάθε πολιτείας. Ακόμη όμως και όταν το δίκαιο δεν προβλέπει ποινές σε εκφράσεις, η αρνητική αντίδραση της κοινωνίας ενδέχεται να είναι πολύ σοβαρή. Πριν από μια πενταετία περίπου, ένα γελοιογραφικό περιοδικό στο Παρίσι δημοσίευσε ένα σκίτσο του Μωάμεθ. Δεν το απαγόρευε ο νόμος. Αντέδρασε όμως τρομοκρατικά μια ομάδα θιγομένων με ομαδική δολοφονία πολλών στελεχών του εντύπου. Τέτοια αντίδραση δεν δικαιολογείται βέβαια. Η διαφορά μεταξύ έκφρασης και πράξης είναι ποιοτική, όχι ποσοτική. Καμιά έκφραση δεν επιτρέπεται να αντιμετωπίζεται με πράξη. Ωστόσο, όπως αναφέρθηκε, η έκφραση μπορεί να είναι προοίμιο πράξης, π.χ. προτροπή σε βία και τότε η αντίδραση έχει στοιχεία άμυνας. Ο εκφραζόμενος, επομένως, πρέπει να λαβαίνει υπόψη του τέτοιο ενδεχόμενο, όταν προβάλλει αρνητικά συναισθήματά του με τη βούληση που τα συνοδεύει.

Να μην είμαστε λοιπόν ειλικρινείς; Να υποκρινόμαστε; Είναι αυτό υποδούλωση; Επιθετικότητα; Η έκφραση μπορεί να είναι θετική ή αρνητική. Θαυμάζω κάποιον και το εκφράζω αυθόρμητα. Μπράβο! Τι γίνεται όμως όταν τα συναισθήματα είναι αρνητικά; Μήπως η έκφρασή τους είναι, έστω και συγκαλυμμένα, μια εξύβριση ή έστω αγένεια ή αναίδεια; Τα δικά μου συναισθήματα δεν είναι ίδια με των άλλων. Και όταν, αρνητικά, αποδοκιμάζω κάποιον, ενδέχεται να στραφεί όλη η κοινωνία εναντίον μου. Η συμπεριφορά μας είναι αδρά η μισή αυθόρμητη και η άλλη μισή αντίδραση στο φέρσιμο των άλλων. Μια φιλική δική μου συμπεριφορά εξασφαλίζει πάνω από 50% φιλική αντίδραση των γύρω μου. Ο γενικός κανόνας (με εξαιρέσεις, βέβαια, όπως όλοι οι κανόνες) είναι ότι δεν εκφράζομαι αρνητικά απρόκλητα, αλλά μόνον μετά από πρόκληση. Με ρώτησε μια φίλη: "Πώς σου φαίνεται το φόρεμά μου;" Ήταν αηδιαστικό! Αν δεν απαντήσω, κόβω την επικοινωνία μαζί της, δεν το θέλω, είναι φίλη μου. Να της απαντήσω λοιπόν ειλικρινά: "Είσαι χάλια!"; Όχι βέβαια· η φίλη μου δε ζήτησε τη γνώμη μου για εκείνην, αλλά για το φόρεμά της. Μια πιο εύλογα ειλικρινής απάντηση, που, έστω και αν δυσαρεστεί, έχει λιγότερη επιθετικότητα, είναι: "Νομίζω πως θα σου πήγαινε καλύτερα αν τα χρώματα ήταν λιγότερο ζωηρά (ή αν το ντεκολτέ ήταν διαφορετικό, κλπ)". Προσέξτε τώρα τη διαφορά. Η δική μου αρνητική ανταπόκριση έχει μετατραπεί σε θετική. Αντί να πω, αφού ρωτήθηκα, πως η εκλογή της φίλης, κατά τη γνώμη μου, είναι αρνητική, της λέω ποια εκλογή της μπορεί να είναι πιο σύμφωνη με τη δική μου κρίση. Έτσι η ειλικρίνεια εξακολουθεί να υπάρχει, αλλά από άρνηση γίνεται θέση. Από αποδοκιμασία του άλλου, γίνεται προτροπή για βελτίωση, όπως τουλάχιστον εγώ βλέπω τη βελτίωση αυτή.

Σε πολιτικό επίπεδο, καλούμαι να απαντήσω αν συμφωνώ ή όχι με μια πολιτική πράξη ή παράταξη ή πρόσωπο. Αφού καλούμαι να απαντήσω, οφείλω να απαντήσω (π.χ. ψηφίζω) σύμφωνα με τη δική μου άποψη, χωρίς να παρασύρομαι από ποικίλες επιρροές που προσπαθούν να ασκηθούν πάνω μου. Η αποχή μου από την απάντηση σημαίνει ότι διαφωνώ με τη διαδικασία και κόβω την επικοινωνία· μπορεί να έχει σοβαρές συνέπειες, που πρέπει να τις έχω υπολογίσει. Τις αντέχω; Όχι σπάνια όμως, η εξουσία ενεργεί χωρίς να με έχει ερωτήσει. Να σωπάσω τότε ή να διαδηλώσω την άρνησή μου, αν διαφωνώ στις πράξεις της; Θυμίζω πως, με το επικρατούν ρεπουμπλικανικό πολιτικό σύστημα, εξουσιοδοτούμε περιοδικά τους πολιτικούς μας να αποφασίζουν αυτοί για λογαριασμό μας για όλα τα ζητήματα που μας απασχολούν. Χωρίς να μας ερωτούν! Τέτοια εξουσιοδότηση ενδέχεται να είναι ικανοποιητική, διότι έχομε επιλέξει τους κατάλληλους ανθρώπους για πληρεξούσιους της βούλησής μας. Όχι πάντα, ωστόσο. Και τότε, το σύστημά μας δεν μας αφήνει άλλη διέξοδο από την εκδήλωση της δυσαρέσκειάς μας διαδηλώνοντας. Η διαδήλωση είναι μια οχλοκρατική κοινωνική δραστηριότητα με υποβόσκουσα επιθετικότητα, στην οποίαν εξωθεί το λαό το υπάρχον πολιτικό σύστημα. Ένας νόμος ψηφιζόμενος από την εξουσία συνοδεύεται από τη νόμιμη συνδρομή βίας. Επομένως η οχλοκρατική, απρόκλητη (χωρίς να έχει προηγηθεί ερώτηση) αντίδραση του λαού ενέχει στοιχεία άμυνας για την αντιμετώπιση κρατικής βίας που είναι παρούσα. Η άμυνα δικαιολογείται ως βία αν διενεργείται για την αντιμετώπιση βίας παρούσας και άδικης. Στην προκείμενη περίπτωση η βία (ο ψηφιζόμενος νόμος) είναι παρούσα, αλλά όχι άδικη με το παρόν πολιτικό σύστημα. Είναι όμως ανήθικη, αν αντιβαίνει προς την κοινή βούληση του λαού, ο οποίος δεν ερωτήθηκε και βέβαια το πληρεξούσιο που έχει δώσει στους εκπροσώπους του πολιτικούς δεν μπορεί να είναι λευκή επιταγή. Το ολιγαρχικό σύστημά μας μπορεί να είναι καλύτερο από τη μοναρχία, υστερεί όμως έναντι της δημοκρατίας, μεταξύ των άλλων και επειδή προωθεί την οχλοποίηση (ή υποταγή) του λαού.

 

 

Διαβάστε ακόμα